ἱννιχωθοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ἱννιχα (“stjärna”) + θοκα (“dimma”), konceptuellt lån från islänskans stjörnuþoka

Substantiv

ἱννιχωθοκα(ἱννιχωθοκα)

  1. galax

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ἱννιχωθοκεν ἱννιχωθοκειν ἱννιχωθοκον ἱννιχωθοκοιν ἱννιχωθοκαν ἱννιχωθοκαιν ἱννιχωθοκυν ἱννιχωθοκυιν ἱννιχωθοκων
Ergativ ἱννιχωθοκεϧ ἱννιχωθοκειϧ ἱννιχωθοκοϧ ἱννιχωθοκοιϧ ἱννιχωθοκαϧ ἱννιχωθοκαιϧ ἱννιχωθοκυϧ ἱννιχωθοκυιϧ ἱννιχωθοκωϧ
Dativ ἱννιχωθοκεσ ἱννιχωθοκεισ ἱννιχωθοκοσ ἱννιχωθοκοισ ἱννιχωθοκασ ἱννιχωθοκαισ ἱννιχωθοκυσ ἱννιχωθοκυισ ἱννιχωθοκωσ
Lokativ ἱννιχωθοκεμ ἱννιχωθοκειμ ἱννιχωθοκομ ἱννιχωθοκοιμ ἱννιχωθοκαμ ἱννιχωθοκαιμ ἱννιχωθοκυμ ἱννιχωθοκυιμ ἱννιχωθοκωμ
Ablativ ἱννιχωθοκεϥ ἱννιχωθοκειϥ ἱννιχωθοκοϥ ἱννιχωθοκοιϥ ἱννιχωθοκαϥ ἱννιχωθοκαιϥ ἱννιχωθοκυϥ ἱννιχωθοκυιϥ ἱννιχωθοκωϥ
Instrumentalis ἱννιχωθοκεφ ἱννιχωθοκειφ ἱννιχωθοκοφ ἱννιχωθοκοιφ ἱννιχωθοκαφ ἱννιχωθοκαιφ ἱννιχωθοκυφ ἱννιχωθοκυιφ ἱννιχωθοκωφ
Abessiv ἱννιχωθοκεθ ἱννιχωθοκειθ ἱννιχωθοκοθ ἱννιχωθοκοιθ ἱννιχωθοκαθ ἱννιχωθοκαιθ ἱννιχωθοκυθ ἱννιχωθοκυιθ ἱννιχωθοκωθ
Essiv formal ἱννιχωθοκεγ ἱννιχωθοκειγ ἱννιχωθοκογ ἱννιχωθοκοιγ ἱννιχωθοκαγ ἱννιχωθοκαιγ ἱννιχωθοκυγ ἱννιχωθοκυιγ ἱννιχωθοκωγ
Kausativ ἱννιχωθοκελ ἱννιχωθοκειλ ἱννιχωθοκολ ἱννιχωθοκοιλ ἱννιχωθοκαλ ἱννιχωθοκαιλ ἱννιχωθοκυλ ἱννιχωθοκυιλ ἱννιχωθοκωλ
Substantivkasus
Genitiv ἱννιχωθοκεβ ἱννιχωθοκειβ ἱννιχωθοκοβ ἱννιχωθοκοιβ ἱννιχωθοκαβ ἱννιχωθοκαιβ ἱννιχωθοκυβ ἱννιχωθοκυιβ ἱννιχωθοκωβ
Essiv-modal ἱννιχωθοκεχ ἱννιχωθοκειχ ἱννιχωθοκοχ ἱννιχωθοκοιχ ἱννιχωθοκαχ ἱννιχωθοκαιχ ἱννιχωθοκυχ ἱννιχωθοκυιχ ωχ
Komitativ ἱννιχωθοκερ ἱννιχωθοκειρ ἱννιχωθοκορ ἱννιχωθοκοιρ ἱννιχωθοκαρ ἱννιχωθοκαιρ ἱννιχωθοκυρ ἱννιχωθοκυιρ ἱννιχωθοκωρ
Kasuslös form
ἱννιχωθοκε ἱννιχωθοκει ἱννιχωθοκο ἱννιχωθοκοι ἱννιχωθοκα ἱννιχωθοκαι ἱννιχωθοκυ ἱννιχωθοκυι ἱννιχωθοκω