θοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från isländska þoka (dimma)

Substantiv

θοκα(θοκα)

  1. dimma

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv θοκεν θοκειν θοκον θοκοιν θοκαν θοκαιν θοκυν θοκυιν θοκων
Ergativ θοκεϧ θοκειϧ θοκοϧ θοκοιϧ θοκαϧ θοκαιϧ θοκυϧ θοκυιϧ θοκωϧ
Dativ θοκεσ θοκεισ θοκοσ θοκοισ θοκασ θοκαισ θοκυσ θοκυισ θοκωσ
Lokativ θοκεμ θοκειμ θοκομ θοκοιμ θοκαμ θοκαιμ θοκυμ θοκυιμ θοκωμ
Ablativ θοκεϥ θοκειϥ θοκοϥ θοκοιϥ θοκαϥ θοκαιϥ θοκυϥ θοκυιϥ θοκωϥ
Instrumentalis θοκεφ θοκειφ θοκοφ θοκοιφ θοκαφ θοκαιφ θοκυφ θοκυιφ θοκωφ
Abessiv θοκεθ θοκειθ θοκοθ θοκοιθ θοκαθ θοκαιθ θοκυθ θοκυιθ θοκωθ
Essiv formal θοκεγ θοκειγ θοκογ θοκοιγ θοκαγ θοκαιγ θοκυγ θοκυιγ θοκωγ
Kausativ θοκελ θοκειλ θοκολ θοκοιλ θοκαλ θοκαιλ θοκυλ θοκυιλ θοκωλ
Substantivkasus
Genitiv θοκεβ θοκειβ θοκοβ θοκοιβ θοκαβ θοκαιβ θοκυβ θοκυιβ θοκωβ
Essiv-modal θοκεχ θοκειχ θοκοχ θοκοιχ θοκαχ θοκαιχ θοκυχ θοκυιχ ωχ
Komitativ θοκερ θοκειρ θοκορ θοκοιρ θοκαρ θοκαιρ θοκυρ θοκυιρ θοκωρ
Kasuslös form
θοκε θοκει θοκο θοκοι θοκα θοκαι θοκυ θοκυι θοκω