δεραμόδα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 31 mars 2022 kl. 22.46 av Simon (diskussion | bidrag)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från spanska terremoto (jordbävning)

Substantiv

δεραμόδα(δεραμόδα)

  1. jordbävning

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv δεραμόδεν δεραμόδειν δεραμόδον δεραμόδοιν δεραμόδαν δεραμόδαιν δεραμόδυν δεραμόδυιν δεραμόδων
Ergativ δεραμόδεϧ δεραμόδειϧ δεραμόδοϧ δεραμόδοιϧ δεραμόδαϧ δεραμόδαιϧ δεραμόδυϧ δεραμόδυιϧ δεραμόδωϧ
Dativ δεραμόδεσ δεραμόδεισ δεραμόδοσ δεραμόδοισ δεραμόδασ δεραμόδαισ δεραμόδυσ δεραμόδυισ δεραμόδωσ
Lokativ δεραμόδεμ δεραμόδειμ δεραμόδομ δεραμόδοιμ δεραμόδαμ δεραμόδαιμ δεραμόδυμ δεραμόδυιμ δεραμόδωμ
Ablativ δεραμόδεϥ δεραμόδειϥ δεραμόδοϥ δεραμόδοιϥ δεραμόδαϥ δεραμόδαιϥ δεραμόδυϥ δεραμόδυιϥ δεραμόδωϥ
Instrumentalis δεραμόδεφ δεραμόδειφ δεραμόδοφ δεραμόδοιφ δεραμόδαφ δεραμόδαιφ δεραμόδυφ δεραμόδυιφ δεραμόδωφ
Abessiv δεραμόδεθ δεραμόδειθ δεραμόδοθ δεραμόδοιθ δεραμόδαθ δεραμόδαιθ δεραμόδυθ δεραμόδυιθ δεραμόδωθ
Essiv formal δεραμόδεγ δεραμόδειγ δεραμόδογ δεραμόδοιγ δεραμόδαγ δεραμόδαιγ δεραμόδυγ δεραμόδυιγ δεραμόδωγ
Kausativ δεραμόδελ δεραμόδειλ δεραμόδολ δεραμόδοιλ δεραμόδαλ δεραμόδαιλ δεραμόδυλ δεραμόδυιλ δεραμόδωλ
Substantivkasus
Genitiv δεραμόδεβ δεραμόδειβ δεραμόδοβ δεραμόδοιβ δεραμόδαβ δεραμόδαιβ δεραμόδυβ δεραμόδυιβ δεραμόδωβ
Essiv-modal δεραμόδεχ δεραμόδειχ δεραμόδοχ δεραμόδοιχ δεραμόδαχ δεραμόδαιχ δεραμόδυχ δεραμόδυιχ ωχ
Komitativ δεραμόδερ δεραμόδειρ δεραμόδορ δεραμόδοιρ δεραμόδαρ δεραμόδαιρ δεραμόδυρ δεραμόδυιρ δεραμόδωρ
Kasuslös form
δεραμόδε δεραμόδει δεραμόδο δεραμόδοι δεραμόδα δεραμόδαι δεραμόδυ δεραμόδυι δεραμόδω