φοσεωναμ

Från Gonjo wiktionary
Version från den 18 juli 2021 kl. 16.49 av Niklas (diskussion | bidrag) (added Category:go:Personer using HotCat)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

φοσεωνα (“folk”) + -αμ (“medlem i grupp”)

Substantiv

φοσεωναμ(φοσεωναμ)

  1. medborgare, civilist

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv φοσεωναμεν φοσεωναμειν φοσεωναμον φοσεωναμοιν φοσεωναμαν φοσεωναμαιν φοσεωναμυν φοσεωναμυιν φοσεωναμων
Ergativ φοσεωναμεϧ φοσεωναμειϧ φοσεωναμοϧ φοσεωναμοιϧ φοσεωναμαϧ φοσεωναμαιϧ φοσεωναμυϧ φοσεωναμυιϧ φοσεωναμωϧ
Dativ φοσεωναμεσ φοσεωναμεισ φοσεωναμοσ φοσεωναμοισ φοσεωναμασ φοσεωναμαισ φοσεωναμυσ φοσεωναμυισ φοσεωναμωσ
Lokativ φοσεωναμεμ φοσεωναμειμ φοσεωναμομ φοσεωναμοιμ φοσεωναμαμ φοσεωναμαιμ φοσεωναμυμ φοσεωναμυιμ φοσεωναμωμ
Ablativ φοσεωναμεϥ φοσεωναμειϥ φοσεωναμοϥ φοσεωναμοιϥ φοσεωναμαϥ φοσεωναμαιϥ φοσεωναμυϥ φοσεωναμυιϥ φοσεωναμωϥ
Instrumentalis φοσεωναμεφ φοσεωναμειφ φοσεωναμοφ φοσεωναμοιφ φοσεωναμαφ φοσεωναμαιφ φοσεωναμυφ φοσεωναμυιφ φοσεωναμωφ
Abessiv φοσεωναμεθ φοσεωναμειθ φοσεωναμοθ φοσεωναμοιθ φοσεωναμαθ φοσεωναμαιθ φοσεωναμυθ φοσεωναμυιθ φοσεωναμωθ
Essiv formal φοσεωναμεγ φοσεωναμειγ φοσεωναμογ φοσεωναμοιγ φοσεωναμαγ φοσεωναμαιγ φοσεωναμυγ φοσεωναμυιγ φοσεωναμωγ
Kausativ φοσεωναμελ φοσεωναμειλ φοσεωναμολ φοσεωναμοιλ φοσεωναμαλ φοσεωναμαιλ φοσεωναμυλ φοσεωναμυιλ φοσεωναμωλ
Substantivkasus
Genitiv φοσεωναμεβ φοσεωναμειβ φοσεωναμοβ φοσεωναμοιβ φοσεωναμαβ φοσεωναμαιβ φοσεωναμυβ φοσεωναμυιβ φοσεωναμωβ
Essiv-modal φοσεωναμεχ φοσεωναμειχ φοσεωναμοχ φοσεωναμοιχ φοσεωναμαχ φοσεωναμαιχ φοσεωναμυχ φοσεωναμυιχ ωχ
Komitativ φοσεωναμερ φοσεωναμειρ φοσεωναμορ φοσεωναμοιρ φοσεωναμαρ φοσεωναμαιρ φοσεωναμυρ φοσεωναμυιρ φοσεωναμωρ
Kasuslös form
φοσεωναμε φοσεωναμει φοσεωναμο φοσεωναμοι φοσεωναμα φοσεωναμαι φοσεωναμυ φοσεωναμυι φοσεωναμω

Se även