φοσεωνα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

φοσα (“person”) + -εων (“samling”)

Substantiv

φοσεωνα(φοσεωνα)

  1. folk, population, community, grupp, gemenskap, samhälle

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv φοσεωνεν φοσεωνειν φοσεωνον φοσεωνοιν φοσεωναν φοσεωναιν φοσεωνυν φοσεωνυιν φοσεωνων
Ergativ φοσεωνεϧ φοσεωνειϧ φοσεωνοϧ φοσεωνοιϧ φοσεωναϧ φοσεωναιϧ φοσεωνυϧ φοσεωνυιϧ φοσεωνωϧ
Dativ φοσεωνεσ φοσεωνεισ φοσεωνοσ φοσεωνοισ φοσεωνασ φοσεωναισ φοσεωνυσ φοσεωνυισ φοσεωνωσ
Lokativ φοσεωνεμ φοσεωνειμ φοσεωνομ φοσεωνοιμ φοσεωναμ φοσεωναιμ φοσεωνυμ φοσεωνυιμ φοσεωνωμ
Ablativ φοσεωνεϥ φοσεωνειϥ φοσεωνοϥ φοσεωνοιϥ φοσεωναϥ φοσεωναιϥ φοσεωνυϥ φοσεωνυιϥ φοσεωνωϥ
Instrumentalis φοσεωνεφ φοσεωνειφ φοσεωνοφ φοσεωνοιφ φοσεωναφ φοσεωναιφ φοσεωνυφ φοσεωνυιφ φοσεωνωφ
Abessiv φοσεωνεθ φοσεωνειθ φοσεωνοθ φοσεωνοιθ φοσεωναθ φοσεωναιθ φοσεωνυθ φοσεωνυιθ φοσεωνωθ
Essiv formal φοσεωνεγ φοσεωνειγ φοσεωνογ φοσεωνοιγ φοσεωναγ φοσεωναιγ φοσεωνυγ φοσεωνυιγ φοσεωνωγ
Kausativ φοσεωνελ φοσεωνειλ φοσεωνολ φοσεωνοιλ φοσεωναλ φοσεωναιλ φοσεωνυλ φοσεωνυιλ φοσεωνωλ
Substantivkasus
Genitiv φοσεωνεβ φοσεωνειβ φοσεωνοβ φοσεωνοιβ φοσεωναβ φοσεωναιβ φοσεωνυβ φοσεωνυιβ φοσεωνωβ
Essiv-modal φοσεωνεχ φοσεωνειχ φοσεωνοχ φοσεωνοιχ φοσεωναχ φοσεωναιχ φοσεωνυχ φοσεωνυιχ ωχ
Komitativ φοσεωνερ φοσεωνειρ φοσεωνορ φοσεωνοιρ φοσεωναρ φοσεωναιρ φοσεωνυρ φοσεωνυιρ φοσεωνωρ
Kasuslös form
φοσεωνε φοσεωνει φοσεωνο φοσεωνοι φοσεωνα φοσεωναι φοσεωνυ φοσεωνυι φοσεωνω

Härledningar