φοωτοκαμα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 18 juli 2021 kl. 16.46 av Niklas (diskussion | bidrag) (Niklas flyttade sidan φοωτοκαμ till φοωτοκαμα)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

φοωτοκα (“planet”) + -αμ (“medlem av grupp”)

Substantiv

φοωτοκαμα(φοωτοκαμα)

  1. måne (för jordens måne, se νὡϥϛι)

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv φοωτοκαμεν φοωτοκαμειν φοωτοκαμον φοωτοκαμοιν φοωτοκαμαν φοωτοκαμαιν φοωτοκαμυν φοωτοκαμυιν φοωτοκαμων
Ergativ φοωτοκαμεϧ φοωτοκαμειϧ φοωτοκαμοϧ φοωτοκαμοιϧ φοωτοκαμαϧ φοωτοκαμαιϧ φοωτοκαμυϧ φοωτοκαμυιϧ φοωτοκαμωϧ
Dativ φοωτοκαμεσ φοωτοκαμεισ φοωτοκαμοσ φοωτοκαμοισ φοωτοκαμασ φοωτοκαμαισ φοωτοκαμυσ φοωτοκαμυισ φοωτοκαμωσ
Lokativ φοωτοκαμεμ φοωτοκαμειμ φοωτοκαμομ φοωτοκαμοιμ φοωτοκαμαμ φοωτοκαμαιμ φοωτοκαμυμ φοωτοκαμυιμ φοωτοκαμωμ
Ablativ φοωτοκαμεϥ φοωτοκαμειϥ φοωτοκαμοϥ φοωτοκαμοιϥ φοωτοκαμαϥ φοωτοκαμαιϥ φοωτοκαμυϥ φοωτοκαμυιϥ φοωτοκαμωϥ
Instrumentalis φοωτοκαμεφ φοωτοκαμειφ φοωτοκαμοφ φοωτοκαμοιφ φοωτοκαμαφ φοωτοκαμαιφ φοωτοκαμυφ φοωτοκαμυιφ φοωτοκαμωφ
Abessiv φοωτοκαμεθ φοωτοκαμειθ φοωτοκαμοθ φοωτοκαμοιθ φοωτοκαμαθ φοωτοκαμαιθ φοωτοκαμυθ φοωτοκαμυιθ φοωτοκαμωθ
Essiv formal φοωτοκαμεγ φοωτοκαμειγ φοωτοκαμογ φοωτοκαμοιγ φοωτοκαμαγ φοωτοκαμαιγ φοωτοκαμυγ φοωτοκαμυιγ φοωτοκαμωγ
Kausativ φοωτοκαμελ φοωτοκαμειλ φοωτοκαμολ φοωτοκαμοιλ φοωτοκαμαλ φοωτοκαμαιλ φοωτοκαμυλ φοωτοκαμυιλ φοωτοκαμωλ
Substantivkasus
Genitiv φοωτοκαμεβ φοωτοκαμειβ φοωτοκαμοβ φοωτοκαμοιβ φοωτοκαμαβ φοωτοκαμαιβ φοωτοκαμυβ φοωτοκαμυιβ φοωτοκαμωβ
Essiv-modal φοωτοκαμεχ φοωτοκαμειχ φοωτοκαμοχ φοωτοκαμοιχ φοωτοκαμαχ φοωτοκαμαιχ φοωτοκαμυχ φοωτοκαμυιχ ωχ
Komitativ φοωτοκαμερ φοωτοκαμειρ φοωτοκαμορ φοωτοκαμοιρ φοωτοκαμαρ φοωτοκαμαιρ φοωτοκαμυρ φοωτοκαμυιρ φοωτοκαμωρ
Kasuslös form
φοωτοκαμε φοωτοκαμει φοωτοκαμο φοωτοκαμοι φοωτοκαμα φοωτοκαμαι φοωτοκαμυ φοωτοκαμυι φοωτοκαμω