μασιμβρισοκα
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Etymologi
μασιμβρισαω (“utreda”) + -οκ (“substantiv av verb”)
Substantiv
μασιμβρισοκα (μασιμβρισοκα)
- utredning, undersökning
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | μασιμβρισοκεν | μασιμβρισοκειν | μασιμβρισοκον | μασιμβρισοκοιν | μασιμβρισοκαν | μασιμβρισοκαιν | μασιμβρισοκυν | μασιμβρισοκυιν | μασιμβρισοκων |
Ergativ | μασιμβρισοκεϧ | μασιμβρισοκειϧ | μασιμβρισοκοϧ | μασιμβρισοκοιϧ | μασιμβρισοκαϧ | μασιμβρισοκαιϧ | μασιμβρισοκυϧ | μασιμβρισοκυιϧ | μασιμβρισοκωϧ |
Dativ | μασιμβρισοκεσ | μασιμβρισοκεισ | μασιμβρισοκοσ | μασιμβρισοκοισ | μασιμβρισοκασ | μασιμβρισοκαισ | μασιμβρισοκυσ | μασιμβρισοκυισ | μασιμβρισοκωσ |
Lokativ | μασιμβρισοκεμ | μασιμβρισοκειμ | μασιμβρισοκομ | μασιμβρισοκοιμ | μασιμβρισοκαμ | μασιμβρισοκαιμ | μασιμβρισοκυμ | μασιμβρισοκυιμ | μασιμβρισοκωμ |
Ablativ | μασιμβρισοκεϥ | μασιμβρισοκειϥ | μασιμβρισοκοϥ | μασιμβρισοκοιϥ | μασιμβρισοκαϥ | μασιμβρισοκαιϥ | μασιμβρισοκυϥ | μασιμβρισοκυιϥ | μασιμβρισοκωϥ |
Instrumentalis | μασιμβρισοκεφ | μασιμβρισοκειφ | μασιμβρισοκοφ | μασιμβρισοκοιφ | μασιμβρισοκαφ | μασιμβρισοκαιφ | μασιμβρισοκυφ | μασιμβρισοκυιφ | μασιμβρισοκωφ |
Abessiv | μασιμβρισοκεθ | μασιμβρισοκειθ | μασιμβρισοκοθ | μασιμβρισοκοιθ | μασιμβρισοκαθ | μασιμβρισοκαιθ | μασιμβρισοκυθ | μασιμβρισοκυιθ | μασιμβρισοκωθ |
Essiv formal | μασιμβρισοκεγ | μασιμβρισοκειγ | μασιμβρισοκογ | μασιμβρισοκοιγ | μασιμβρισοκαγ | μασιμβρισοκαιγ | μασιμβρισοκυγ | μασιμβρισοκυιγ | μασιμβρισοκωγ |
Kausativ | μασιμβρισοκελ | μασιμβρισοκειλ | μασιμβρισοκολ | μασιμβρισοκοιλ | μασιμβρισοκαλ | μασιμβρισοκαιλ | μασιμβρισοκυλ | μασιμβρισοκυιλ | μασιμβρισοκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | μασιμβρισοκεβ | μασιμβρισοκειβ | μασιμβρισοκοβ | μασιμβρισοκοιβ | μασιμβρισοκαβ | μασιμβρισοκαιβ | μασιμβρισοκυβ | μασιμβρισοκυιβ | μασιμβρισοκωβ |
Essiv-modal | μασιμβρισοκεχ | μασιμβρισοκειχ | μασιμβρισοκοχ | μασιμβρισοκοιχ | μασιμβρισοκαχ | μασιμβρισοκαιχ | μασιμβρισοκυχ | μασιμβρισοκυιχ | ωχ |
Komitativ | μασιμβρισοκερ | μασιμβρισοκειρ | μασιμβρισοκορ | μασιμβρισοκοιρ | μασιμβρισοκαρ | μασιμβρισοκαιρ | μασιμβρισοκυρ | μασιμβρισοκυιρ | μασιμβρισοκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
μασιμβρισοκε | μασιμβρισοκει | μασιμβρισοκο | μασιμβρισοκοι | μασιμβρισοκα | μασιμβρισοκαι | μασιμβρισοκυ | μασιμβρισοκυι | μασιμβρισοκω |