μασιμβρισαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Εtymologi

μα- (“lokativpartikeln”) + σιμβρισαω (“problemlösa”)

Verb

μασιμβρισαω(μασιμβρισαω)

  1. utreda
  2. undersöka, studera
Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ μασιμβρισὸ μασιμβρισὰι μασιμβρισὰ μασιμβρισὶ μασιμβρισαω
Subjunktiv μασιμβρισὲ μασιμβρισεηὰι μασιμβρισεηὰ μασιμβρισὲι μασιμβρισεω
Optativ μασιμβρισειλὸ μασιμβρισειλὰι μασιμβρισειλὰ μασιμβρισειλὶ μασιμβρισειλαω
Jussiv μασιμβρισοχὸ μασιμβρισοχὰι μασιμβρισοχὰ μασιμβρισοχὶ μασιμβρισοχαω
Potentialis μασιμβρισαγὸ μασιμβρισαγὰι μασιμβρισαγὰ μασιμβρισαγὶ μασιμβρισαγαω
Dubitativ μασιμβρισωπὸ μασιμβρισωπὰι μασιμβρισωπὰ μασιμβρισωπὶ μασιμβρισωπαω
Permissiv μασιμβρισιαωὸ μασιμβρισιαωὰι μασιμβρισιαωὰ μασιμβρισιαωὶ μασιμβρισιαωαω
Permissiv (extern) μασιμβρισωμὸ μασιμβρισωμὰι μασιμβρισωμὰ μασιμβρισωμὶ μασιμβρισωμαω
Admirativ μασιμβρισωκερὸ μασιμβρισωκερὰι μασιμβρισωκερὰ μασιμβρισωκερὶ μασιμβρισωκεραω
Imperativ μασιμβρισὺ μασιμβρισὺ μασιμβρισὺι