ωτωποκα
Version från den 18 juli 2021 kl. 17.23 av Niklas (diskussion | bidrag) (Niklas flyttade sidan ωτωποκ till ωτωποκα)
Etymologi
Substantiv
ωτωποκα (ωτωποκα)
- kullersten
Deklination
| Inflektion | |||||||||
|---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
| Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
| Verbkasus | |||||||||
| Absolutiv | ωτωποκεν | ωτωποκειν | ωτωποκον | ωτωποκοιν | ωτωποκαν | ωτωποκαιν | ωτωποκυν | ωτωποκυιν | ωτωποκων |
| Ergativ | ωτωποκεϧ | ωτωποκειϧ | ωτωποκοϧ | ωτωποκοιϧ | ωτωποκαϧ | ωτωποκαιϧ | ωτωποκυϧ | ωτωποκυιϧ | ωτωποκωϧ |
| Dativ | ωτωποκεσ | ωτωποκεισ | ωτωποκοσ | ωτωποκοισ | ωτωποκασ | ωτωποκαισ | ωτωποκυσ | ωτωποκυισ | ωτωποκωσ |
| Lokativ | ωτωποκεμ | ωτωποκειμ | ωτωποκομ | ωτωποκοιμ | ωτωποκαμ | ωτωποκαιμ | ωτωποκυμ | ωτωποκυιμ | ωτωποκωμ |
| Ablativ | ωτωποκεϥ | ωτωποκειϥ | ωτωποκοϥ | ωτωποκοιϥ | ωτωποκαϥ | ωτωποκαιϥ | ωτωποκυϥ | ωτωποκυιϥ | ωτωποκωϥ |
| Instrumentalis | ωτωποκεφ | ωτωποκειφ | ωτωποκοφ | ωτωποκοιφ | ωτωποκαφ | ωτωποκαιφ | ωτωποκυφ | ωτωποκυιφ | ωτωποκωφ |
| Abessiv | ωτωποκεθ | ωτωποκειθ | ωτωποκοθ | ωτωποκοιθ | ωτωποκαθ | ωτωποκαιθ | ωτωποκυθ | ωτωποκυιθ | ωτωποκωθ |
| Essiv formal | ωτωποκεγ | ωτωποκειγ | ωτωποκογ | ωτωποκοιγ | ωτωποκαγ | ωτωποκαιγ | ωτωποκυγ | ωτωποκυιγ | ωτωποκωγ |
| Kausativ | ωτωποκελ | ωτωποκειλ | ωτωποκολ | ωτωποκοιλ | ωτωποκαλ | ωτωποκαιλ | ωτωποκυλ | ωτωποκυιλ | ωτωποκωλ |
| Substantivkasus | |||||||||
| Genitiv | ωτωποκεβ | ωτωποκειβ | ωτωποκοβ | ωτωποκοιβ | ωτωποκαβ | ωτωποκαιβ | ωτωποκυβ | ωτωποκυιβ | ωτωποκωβ |
| Essiv-modal | ωτωποκεχ | ωτωποκειχ | ωτωποκοχ | ωτωποκοιχ | ωτωποκαχ | ωτωποκαιχ | ωτωποκυχ | ωτωποκυιχ | ωχ |
| Komitativ | ωτωποκερ | ωτωποκειρ | ωτωποκορ | ωτωποκοιρ | ωτωποκαρ | ωτωποκαιρ | ωτωποκυρ | ωτωποκυιρ | ωτωποκωρ |
| Kasuslös form | |||||||||
| ωτωποκε | ωτωποκει | ωτωποκο | ωτωποκοι | ωτωποκα | ωτωποκαι | ωτωποκυ | ωτωποκυι | ωτωποκω | |