ωτοκιχα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

ωτοκιχα(ωτοκιχα)

  1. krona

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ωτοκιχεν ωτοκιχειν ωτοκιχον ωτοκιχοιν ωτοκιχαν ωτοκιχαιν ωτοκιχυν ωτοκιχυιν ωτοκιχων
Ergativ ωτοκιχεϧ ωτοκιχειϧ ωτοκιχοϧ ωτοκιχοιϧ ωτοκιχαϧ ωτοκιχαιϧ ωτοκιχυϧ ωτοκιχυιϧ ωτοκιχωϧ
Dativ ωτοκιχεσ ωτοκιχεισ ωτοκιχοσ ωτοκιχοισ ωτοκιχασ ωτοκιχαισ ωτοκιχυσ ωτοκιχυισ ωτοκιχωσ
Lokativ ωτοκιχεμ ωτοκιχειμ ωτοκιχομ ωτοκιχοιμ ωτοκιχαμ ωτοκιχαιμ ωτοκιχυμ ωτοκιχυιμ ωτοκιχωμ
Ablativ ωτοκιχεϥ ωτοκιχειϥ ωτοκιχοϥ ωτοκιχοιϥ ωτοκιχαϥ ωτοκιχαιϥ ωτοκιχυϥ ωτοκιχυιϥ ωτοκιχωϥ
Instrumentalis ωτοκιχεφ ωτοκιχειφ ωτοκιχοφ ωτοκιχοιφ ωτοκιχαφ ωτοκιχαιφ ωτοκιχυφ ωτοκιχυιφ ωτοκιχωφ
Abessiv ωτοκιχεθ ωτοκιχειθ ωτοκιχοθ ωτοκιχοιθ ωτοκιχαθ ωτοκιχαιθ ωτοκιχυθ ωτοκιχυιθ ωτοκιχωθ
Essiv formal ωτοκιχεγ ωτοκιχειγ ωτοκιχογ ωτοκιχοιγ ωτοκιχαγ ωτοκιχαιγ ωτοκιχυγ ωτοκιχυιγ ωτοκιχωγ
Kausativ ωτοκιχελ ωτοκιχειλ ωτοκιχολ ωτοκιχοιλ ωτοκιχαλ ωτοκιχαιλ ωτοκιχυλ ωτοκιχυιλ ωτοκιχωλ
Substantivkasus
Genitiv ωτοκιχεβ ωτοκιχειβ ωτοκιχοβ ωτοκιχοιβ ωτοκιχαβ ωτοκιχαιβ ωτοκιχυβ ωτοκιχυιβ ωτοκιχωβ
Essiv-modal ωτοκιχεχ ωτοκιχειχ ωτοκιχοχ ωτοκιχοιχ ωτοκιχαχ ωτοκιχαιχ ωτοκιχυχ ωτοκιχυιχ ωχ
Komitativ ωτοκιχερ ωτοκιχειρ ωτοκιχορ ωτοκιχοιρ ωτοκιχαρ ωτοκιχαιρ ωτοκιχυρ ωτοκιχυιρ ωτοκιχωρ
Kasuslös form
ωτοκιχε ωτοκιχει ωτοκιχο ωτοκιχοι ωτοκιχα ωτοκιχαι ωτοκιχυ ωτοκιχυι ωτοκιχω