συνδεμα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

συνδαω (“släcka”) + -εμ (“kollektiv”)

Substantiv

συνδεμα(συνδεμα)

  1. brandkår

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv συνδεμεν συνδεμειν συνδεμον συνδεμοιν συνδεμαν συνδεμαιν συνδεμυν συνδεμυιν συνδεμων
Ergativ συνδεμεϧ συνδεμειϧ συνδεμοϧ συνδεμοιϧ συνδεμαϧ συνδεμαιϧ συνδεμυϧ συνδεμυιϧ συνδεμωϧ
Dativ συνδεμεσ συνδεμεισ συνδεμοσ συνδεμοισ συνδεμασ συνδεμαισ συνδεμυσ συνδεμυισ συνδεμωσ
Lokativ συνδεμεμ συνδεμειμ συνδεμομ συνδεμοιμ συνδεμαμ συνδεμαιμ συνδεμυμ συνδεμυιμ συνδεμωμ
Ablativ συνδεμεϥ συνδεμειϥ συνδεμοϥ συνδεμοιϥ συνδεμαϥ συνδεμαιϥ συνδεμυϥ συνδεμυιϥ συνδεμωϥ
Instrumentalis συνδεμεφ συνδεμειφ συνδεμοφ συνδεμοιφ συνδεμαφ συνδεμαιφ συνδεμυφ συνδεμυιφ συνδεμωφ
Abessiv συνδεμεθ συνδεμειθ συνδεμοθ συνδεμοιθ συνδεμαθ συνδεμαιθ συνδεμυθ συνδεμυιθ συνδεμωθ
Essiv formal συνδεμεγ συνδεμειγ συνδεμογ συνδεμοιγ συνδεμαγ συνδεμαιγ συνδεμυγ συνδεμυιγ συνδεμωγ
Kausativ συνδεμελ συνδεμειλ συνδεμολ συνδεμοιλ συνδεμαλ συνδεμαιλ συνδεμυλ συνδεμυιλ συνδεμωλ
Substantivkasus
Genitiv συνδεμεβ συνδεμειβ συνδεμοβ συνδεμοιβ συνδεμαβ συνδεμαιβ συνδεμυβ συνδεμυιβ συνδεμωβ
Essiv-modal συνδεμεχ συνδεμειχ συνδεμοχ συνδεμοιχ συνδεμαχ συνδεμαιχ συνδεμυχ συνδεμυιχ ωχ
Komitativ συνδεμερ συνδεμειρ συνδεμορ συνδεμοιρ συνδεμαρ συνδεμαιρ συνδεμυρ συνδεμυιρ συνδεμωρ
Kasuslös form
συνδεμε συνδεμει συνδεμο συνδεμοι συνδεμα συνδεμαι συνδεμυ συνδεμυι συνδεμω