ωτωποκα: Skillnad mellan sidversioner
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Niklas (diskussion | bidrag) |
Niklas (diskussion | bidrag) m (added Category:go:Byggnadsteknik using HotCat) |
||
Rad 8: | Rad 8: | ||
====Deklination==== | ====Deklination==== | ||
{{subst-dekl|ωτωποκ}} | {{subst-dekl|ωτωποκ}} | ||
[[Kategori:go:Byggnadsteknik]] |
Nuvarande version från 18 juli 2021 kl. 17.23
Etymologi
ωταϛ (“vriden”) + ποκα (“sten”)
Substantiv
ωτωποκα (ωτωποκα)
- kullersten
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | ωτωποκεν | ωτωποκειν | ωτωποκον | ωτωποκοιν | ωτωποκαν | ωτωποκαιν | ωτωποκυν | ωτωποκυιν | ωτωποκων |
Ergativ | ωτωποκεϧ | ωτωποκειϧ | ωτωποκοϧ | ωτωποκοιϧ | ωτωποκαϧ | ωτωποκαιϧ | ωτωποκυϧ | ωτωποκυιϧ | ωτωποκωϧ |
Dativ | ωτωποκεσ | ωτωποκεισ | ωτωποκοσ | ωτωποκοισ | ωτωποκασ | ωτωποκαισ | ωτωποκυσ | ωτωποκυισ | ωτωποκωσ |
Lokativ | ωτωποκεμ | ωτωποκειμ | ωτωποκομ | ωτωποκοιμ | ωτωποκαμ | ωτωποκαιμ | ωτωποκυμ | ωτωποκυιμ | ωτωποκωμ |
Ablativ | ωτωποκεϥ | ωτωποκειϥ | ωτωποκοϥ | ωτωποκοιϥ | ωτωποκαϥ | ωτωποκαιϥ | ωτωποκυϥ | ωτωποκυιϥ | ωτωποκωϥ |
Instrumentalis | ωτωποκεφ | ωτωποκειφ | ωτωποκοφ | ωτωποκοιφ | ωτωποκαφ | ωτωποκαιφ | ωτωποκυφ | ωτωποκυιφ | ωτωποκωφ |
Abessiv | ωτωποκεθ | ωτωποκειθ | ωτωποκοθ | ωτωποκοιθ | ωτωποκαθ | ωτωποκαιθ | ωτωποκυθ | ωτωποκυιθ | ωτωποκωθ |
Essiv formal | ωτωποκεγ | ωτωποκειγ | ωτωποκογ | ωτωποκοιγ | ωτωποκαγ | ωτωποκαιγ | ωτωποκυγ | ωτωποκυιγ | ωτωποκωγ |
Kausativ | ωτωποκελ | ωτωποκειλ | ωτωποκολ | ωτωποκοιλ | ωτωποκαλ | ωτωποκαιλ | ωτωποκυλ | ωτωποκυιλ | ωτωποκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | ωτωποκεβ | ωτωποκειβ | ωτωποκοβ | ωτωποκοιβ | ωτωποκαβ | ωτωποκαιβ | ωτωποκυβ | ωτωποκυιβ | ωτωποκωβ |
Essiv-modal | ωτωποκεχ | ωτωποκειχ | ωτωποκοχ | ωτωποκοιχ | ωτωποκαχ | ωτωποκαιχ | ωτωποκυχ | ωτωποκυιχ | ωχ |
Komitativ | ωτωποκερ | ωτωποκειρ | ωτωποκορ | ωτωποκοιρ | ωτωποκαρ | ωτωποκαιρ | ωτωποκυρ | ωτωποκυιρ | ωτωποκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
ωτωποκε | ωτωποκει | ωτωποκο | ωτωποκοι | ωτωποκα | ωτωποκαι | ωτωποκυ | ωτωποκυι | ωτωποκω |