φοσεωναμ: Skillnad mellan sidversioner
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Simon (diskussion | bidrag) mIngen redigeringssammanfattning |
Niklas (diskussion | bidrag) Ingen redigeringssammanfattning |
||
Rad 1: | Rad 1: | ||
===Etymologi=== | ===Etymologi=== | ||
{{h| | {{h|φοσεωνα|folk}} + {{suffix|-αμ|medlem i grupp}} | ||
===Substantiv=== | ===Substantiv=== | ||
{{head-subst}} | {{head-subst}} | ||
# medborgare, civilist | # medborgare, civilist | ||
{{subst-dekl}} | |||
====Deklination==== | |||
{{subst-dekl|φοσεωναμ}} | |||
===Se även=== | ===Se även=== | ||
* [[ | * [[σὁϛτεκα]] - invånare | ||
* [[ | * [[φσεωμα]] - (nedsättande) dumsnut, dumhuvud, ärthjärna; enfaldig och ointelligent person |
Versionen från 18 juli 2021 kl. 16.49
Etymologi
φοσεωνα (“folk”) + -αμ (“medlem i grupp”)
Substantiv
φοσεωναμ (φοσεωναμ)
- medborgare, civilist
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | φοσεωναμεν | φοσεωναμειν | φοσεωναμον | φοσεωναμοιν | φοσεωναμαν | φοσεωναμαιν | φοσεωναμυν | φοσεωναμυιν | φοσεωναμων |
Ergativ | φοσεωναμεϧ | φοσεωναμειϧ | φοσεωναμοϧ | φοσεωναμοιϧ | φοσεωναμαϧ | φοσεωναμαιϧ | φοσεωναμυϧ | φοσεωναμυιϧ | φοσεωναμωϧ |
Dativ | φοσεωναμεσ | φοσεωναμεισ | φοσεωναμοσ | φοσεωναμοισ | φοσεωναμασ | φοσεωναμαισ | φοσεωναμυσ | φοσεωναμυισ | φοσεωναμωσ |
Lokativ | φοσεωναμεμ | φοσεωναμειμ | φοσεωναμομ | φοσεωναμοιμ | φοσεωναμαμ | φοσεωναμαιμ | φοσεωναμυμ | φοσεωναμυιμ | φοσεωναμωμ |
Ablativ | φοσεωναμεϥ | φοσεωναμειϥ | φοσεωναμοϥ | φοσεωναμοιϥ | φοσεωναμαϥ | φοσεωναμαιϥ | φοσεωναμυϥ | φοσεωναμυιϥ | φοσεωναμωϥ |
Instrumentalis | φοσεωναμεφ | φοσεωναμειφ | φοσεωναμοφ | φοσεωναμοιφ | φοσεωναμαφ | φοσεωναμαιφ | φοσεωναμυφ | φοσεωναμυιφ | φοσεωναμωφ |
Abessiv | φοσεωναμεθ | φοσεωναμειθ | φοσεωναμοθ | φοσεωναμοιθ | φοσεωναμαθ | φοσεωναμαιθ | φοσεωναμυθ | φοσεωναμυιθ | φοσεωναμωθ |
Essiv formal | φοσεωναμεγ | φοσεωναμειγ | φοσεωναμογ | φοσεωναμοιγ | φοσεωναμαγ | φοσεωναμαιγ | φοσεωναμυγ | φοσεωναμυιγ | φοσεωναμωγ |
Kausativ | φοσεωναμελ | φοσεωναμειλ | φοσεωναμολ | φοσεωναμοιλ | φοσεωναμαλ | φοσεωναμαιλ | φοσεωναμυλ | φοσεωναμυιλ | φοσεωναμωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | φοσεωναμεβ | φοσεωναμειβ | φοσεωναμοβ | φοσεωναμοιβ | φοσεωναμαβ | φοσεωναμαιβ | φοσεωναμυβ | φοσεωναμυιβ | φοσεωναμωβ |
Essiv-modal | φοσεωναμεχ | φοσεωναμειχ | φοσεωναμοχ | φοσεωναμοιχ | φοσεωναμαχ | φοσεωναμαιχ | φοσεωναμυχ | φοσεωναμυιχ | ωχ |
Komitativ | φοσεωναμερ | φοσεωναμειρ | φοσεωναμορ | φοσεωναμοιρ | φοσεωναμαρ | φοσεωναμαιρ | φοσεωναμυρ | φοσεωναμυιρ | φοσεωναμωρ |
Kasuslös form | |||||||||
φοσεωναμε | φοσεωναμει | φοσεωναμο | φοσεωναμοι | φοσεωναμα | φοσεωναμαι | φοσεωναμυ | φοσεωναμυι | φοσεωναμω |