ϛωτοσοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Från ϛωτοσαω (“att fästa”) + -οκ (“”)

Substantiv

ϛωτοσοκα(ϛωτοσοκα)

  1. ett fäste
  2. ett firmament, valv

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ϛωτοσοκεν ϛωτοσοκειν ϛωτοσοκον ϛωτοσοκοιν ϛωτοσοκαν ϛωτοσοκαιν ϛωτοσοκυν ϛωτοσοκυιν ϛωτοσοκων
Ergativ ϛωτοσοκεϧ ϛωτοσοκειϧ ϛωτοσοκοϧ ϛωτοσοκοιϧ ϛωτοσοκαϧ ϛωτοσοκαιϧ ϛωτοσοκυϧ ϛωτοσοκυιϧ ϛωτοσοκωϧ
Dativ ϛωτοσοκεσ ϛωτοσοκεισ ϛωτοσοκοσ ϛωτοσοκοισ ϛωτοσοκασ ϛωτοσοκαισ ϛωτοσοκυσ ϛωτοσοκυισ ϛωτοσοκωσ
Lokativ ϛωτοσοκεμ ϛωτοσοκειμ ϛωτοσοκομ ϛωτοσοκοιμ ϛωτοσοκαμ ϛωτοσοκαιμ ϛωτοσοκυμ ϛωτοσοκυιμ ϛωτοσοκωμ
Ablativ ϛωτοσοκεϥ ϛωτοσοκειϥ ϛωτοσοκοϥ ϛωτοσοκοιϥ ϛωτοσοκαϥ ϛωτοσοκαιϥ ϛωτοσοκυϥ ϛωτοσοκυιϥ ϛωτοσοκωϥ
Instrumentalis ϛωτοσοκεφ ϛωτοσοκειφ ϛωτοσοκοφ ϛωτοσοκοιφ ϛωτοσοκαφ ϛωτοσοκαιφ ϛωτοσοκυφ ϛωτοσοκυιφ ϛωτοσοκωφ
Abessiv ϛωτοσοκεθ ϛωτοσοκειθ ϛωτοσοκοθ ϛωτοσοκοιθ ϛωτοσοκαθ ϛωτοσοκαιθ ϛωτοσοκυθ ϛωτοσοκυιθ ϛωτοσοκωθ
Essiv formal ϛωτοσοκεγ ϛωτοσοκειγ ϛωτοσοκογ ϛωτοσοκοιγ ϛωτοσοκαγ ϛωτοσοκαιγ ϛωτοσοκυγ ϛωτοσοκυιγ ϛωτοσοκωγ
Kausativ ϛωτοσοκελ ϛωτοσοκειλ ϛωτοσοκολ ϛωτοσοκοιλ ϛωτοσοκαλ ϛωτοσοκαιλ ϛωτοσοκυλ ϛωτοσοκυιλ ϛωτοσοκωλ
Substantivkasus
Genitiv ϛωτοσοκεβ ϛωτοσοκειβ ϛωτοσοκοβ ϛωτοσοκοιβ ϛωτοσοκαβ ϛωτοσοκαιβ ϛωτοσοκυβ ϛωτοσοκυιβ ϛωτοσοκωβ
Essiv-modal ϛωτοσοκεχ ϛωτοσοκειχ ϛωτοσοκοχ ϛωτοσοκοιχ ϛωτοσοκαχ ϛωτοσοκαιχ ϛωτοσοκυχ ϛωτοσοκυιχ ωχ
Komitativ ϛωτοσοκερ ϛωτοσοκειρ ϛωτοσοκορ ϛωτοσοκοιρ ϛωτοσοκαρ ϛωτοσοκαιρ ϛωτοσοκυρ ϛωτοσοκυιρ ϛωτοσοκωρ
Kasuslös form
ϛωτοσοκε ϛωτοσοκει ϛωτοσοκο ϛωτοσοκοι ϛωτοσοκα ϛωτοσοκαι ϛωτοσοκυ ϛωτοσοκυι ϛωτοσοκω