ϥὁπα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från ryska жопа (rumpa)

Substantiv

ϥὁπα(ϥὁπα)

  1. rumpa, röv

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ϥὁπεν ϥὁπειν ϥὁπον ϥὁποιν ϥὁπαν ϥὁπαιν ϥὁπυν ϥὁπυιν ϥὁπων
Ergativ ϥὁπεϧ ϥὁπειϧ ϥὁποϧ ϥὁποιϧ ϥὁπαϧ ϥὁπαιϧ ϥὁπυϧ ϥὁπυιϧ ϥὁπωϧ
Dativ ϥὁπεσ ϥὁπεισ ϥὁποσ ϥὁποισ ϥὁπασ ϥὁπαισ ϥὁπυσ ϥὁπυισ ϥὁπωσ
Lokativ ϥὁπεμ ϥὁπειμ ϥὁπομ ϥὁποιμ ϥὁπαμ ϥὁπαιμ ϥὁπυμ ϥὁπυιμ ϥὁπωμ
Ablativ ϥὁπεϥ ϥὁπειϥ ϥὁποϥ ϥὁποιϥ ϥὁπαϥ ϥὁπαιϥ ϥὁπυϥ ϥὁπυιϥ ϥὁπωϥ
Instrumentalis ϥὁπεφ ϥὁπειφ ϥὁποφ ϥὁποιφ ϥὁπαφ ϥὁπαιφ ϥὁπυφ ϥὁπυιφ ϥὁπωφ
Abessiv ϥὁπεθ ϥὁπειθ ϥὁποθ ϥὁποιθ ϥὁπαθ ϥὁπαιθ ϥὁπυθ ϥὁπυιθ ϥὁπωθ
Essiv formal ϥὁπεγ ϥὁπειγ ϥὁπογ ϥὁποιγ ϥὁπαγ ϥὁπαιγ ϥὁπυγ ϥὁπυιγ ϥὁπωγ
Kausativ ϥὁπελ ϥὁπειλ ϥὁπολ ϥὁποιλ ϥὁπαλ ϥὁπαιλ ϥὁπυλ ϥὁπυιλ ϥὁπωλ
Substantivkasus
Genitiv ϥὁπεβ ϥὁπειβ ϥὁποβ ϥὁποιβ ϥὁπαβ ϥὁπαιβ ϥὁπυβ ϥὁπυιβ ϥὁπωβ
Essiv-modal ϥὁπεχ ϥὁπειχ ϥὁποχ ϥὁποιχ ϥὁπαχ ϥὁπαιχ ϥὁπυχ ϥὁπυιχ ωχ
Komitativ ϥὁπερ ϥὁπειρ ϥὁπορ ϥὁποιρ ϥὁπαρ ϥὁπαιρ ϥὁπυρ ϥὁπυιρ ϥὁπωρ
Kasuslös form
ϥὁπε ϥὁπει ϥὁπο ϥὁποι ϥὁπα ϥὁπαι ϥὁπυ ϥὁπυι ϥὁπω