ϥανικα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ϥαναω (“att gå ut, emigrera”) + -ικ (“abstrakt substantiv av verb”)

Substantiv

ϥανικα(ϥανικα)

  1. emigrering, utvandring
  2. Exodus / Andra moseboken

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ϥανικεν ϥανικειν ϥανικον ϥανικοιν ϥανικαν ϥανικαιν ϥανικυν ϥανικυιν ϥανικων
Ergativ ϥανικεϧ ϥανικειϧ ϥανικοϧ ϥανικοιϧ ϥανικαϧ ϥανικαιϧ ϥανικυϧ ϥανικυιϧ ϥανικωϧ
Dativ ϥανικεσ ϥανικεισ ϥανικοσ ϥανικοισ ϥανικασ ϥανικαισ ϥανικυσ ϥανικυισ ϥανικωσ
Lokativ ϥανικεμ ϥανικειμ ϥανικομ ϥανικοιμ ϥανικαμ ϥανικαιμ ϥανικυμ ϥανικυιμ ϥανικωμ
Ablativ ϥανικεϥ ϥανικειϥ ϥανικοϥ ϥανικοιϥ ϥανικαϥ ϥανικαιϥ ϥανικυϥ ϥανικυιϥ ϥανικωϥ
Instrumentalis ϥανικεφ ϥανικειφ ϥανικοφ ϥανικοιφ ϥανικαφ ϥανικαιφ ϥανικυφ ϥανικυιφ ϥανικωφ
Abessiv ϥανικεθ ϥανικειθ ϥανικοθ ϥανικοιθ ϥανικαθ ϥανικαιθ ϥανικυθ ϥανικυιθ ϥανικωθ
Essiv formal ϥανικεγ ϥανικειγ ϥανικογ ϥανικοιγ ϥανικαγ ϥανικαιγ ϥανικυγ ϥανικυιγ ϥανικωγ
Kausativ ϥανικελ ϥανικειλ ϥανικολ ϥανικοιλ ϥανικαλ ϥανικαιλ ϥανικυλ ϥανικυιλ ϥανικωλ
Substantivkasus
Genitiv ϥανικεβ ϥανικειβ ϥανικοβ ϥανικοιβ ϥανικαβ ϥανικαιβ ϥανικυβ ϥανικυιβ ϥανικωβ
Essiv-modal ϥανικεχ ϥανικειχ ϥανικοχ ϥανικοιχ ϥανικαχ ϥανικαιχ ϥανικυχ ϥανικυιχ ωχ
Komitativ ϥανικερ ϥανικειρ ϥανικορ ϥανικοιρ ϥανικαρ ϥανικαιρ ϥανικυρ ϥανικυιρ ϥανικωρ
Kasuslös form
ϥανικε ϥανικει ϥανικο ϥανικοι ϥανικα ϥανικαι ϥανικυ ϥανικυι ϥανικω