ϙικα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ϙαω (“älska”) + -ικ (“abstrakt”)

Substantiv

ϙικα(ϙικα)

  1. kärlek

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ϙικεν ϙικειν ϙικον ϙικοιν ϙικαν ϙικαιν ϙικυν ϙικυιν ϙικων
Ergativ ϙικεϧ ϙικειϧ ϙικοϧ ϙικοιϧ ϙικαϧ ϙικαιϧ ϙικυϧ ϙικυιϧ ϙικωϧ
Dativ ϙικεσ ϙικεισ ϙικοσ ϙικοισ ϙικασ ϙικαισ ϙικυσ ϙικυισ ϙικωσ
Lokativ ϙικεμ ϙικειμ ϙικομ ϙικοιμ ϙικαμ ϙικαιμ ϙικυμ ϙικυιμ ϙικωμ
Ablativ ϙικεϥ ϙικειϥ ϙικοϥ ϙικοιϥ ϙικαϥ ϙικαιϥ ϙικυϥ ϙικυιϥ ϙικωϥ
Instrumentalis ϙικεφ ϙικειφ ϙικοφ ϙικοιφ ϙικαφ ϙικαιφ ϙικυφ ϙικυιφ ϙικωφ
Abessiv ϙικεθ ϙικειθ ϙικοθ ϙικοιθ ϙικαθ ϙικαιθ ϙικυθ ϙικυιθ ϙικωθ
Essiv formal ϙικεγ ϙικειγ ϙικογ ϙικοιγ ϙικαγ ϙικαιγ ϙικυγ ϙικυιγ ϙικωγ
Kausativ ϙικελ ϙικειλ ϙικολ ϙικοιλ ϙικαλ ϙικαιλ ϙικυλ ϙικυιλ ϙικωλ
Substantivkasus
Genitiv ϙικεβ ϙικειβ ϙικοβ ϙικοιβ ϙικαβ ϙικαιβ ϙικυβ ϙικυιβ ϙικωβ
Essiv-modal ϙικεχ ϙικειχ ϙικοχ ϙικοιχ ϙικαχ ϙικαιχ ϙικυχ ϙικυιχ ωχ
Komitativ ϙικερ ϙικειρ ϙικορ ϙικοιρ ϙικαρ ϙικαιρ ϙικυρ ϙικυιρ ϙικωρ
Kasuslös form
ϙικε ϙικει ϙικο ϙικοι ϙικα ϙικαι ϙικυ ϙικυι ϙικω