χιποχικα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etyomologi

χιπαω (“måste svara”) i jussivmodus (måste svara) + -ικ (“abstrakt av verb”)

Substantiv

χιποχικα(χιποχικα)

  1. ansvar

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv χιποχικεν χιποχικειν χιποχικον χιποχικοιν χιποχικαν χιποχικαιν χιποχικυν χιποχικυιν χιποχικων
Ergativ χιποχικεϧ χιποχικειϧ χιποχικοϧ χιποχικοιϧ χιποχικαϧ χιποχικαιϧ χιποχικυϧ χιποχικυιϧ χιποχικωϧ
Dativ χιποχικεσ χιποχικεισ χιποχικοσ χιποχικοισ χιποχικασ χιποχικαισ χιποχικυσ χιποχικυισ χιποχικωσ
Lokativ χιποχικεμ χιποχικειμ χιποχικομ χιποχικοιμ χιποχικαμ χιποχικαιμ χιποχικυμ χιποχικυιμ χιποχικωμ
Ablativ χιποχικεϥ χιποχικειϥ χιποχικοϥ χιποχικοιϥ χιποχικαϥ χιποχικαιϥ χιποχικυϥ χιποχικυιϥ χιποχικωϥ
Instrumentalis χιποχικεφ χιποχικειφ χιποχικοφ χιποχικοιφ χιποχικαφ χιποχικαιφ χιποχικυφ χιποχικυιφ χιποχικωφ
Abessiv χιποχικεθ χιποχικειθ χιποχικοθ χιποχικοιθ χιποχικαθ χιποχικαιθ χιποχικυθ χιποχικυιθ χιποχικωθ
Essiv formal χιποχικεγ χιποχικειγ χιποχικογ χιποχικοιγ χιποχικαγ χιποχικαιγ χιποχικυγ χιποχικυιγ χιποχικωγ
Kausativ χιποχικελ χιποχικειλ χιποχικολ χιποχικοιλ χιποχικαλ χιποχικαιλ χιποχικυλ χιποχικυιλ χιποχικωλ
Substantivkasus
Genitiv χιποχικεβ χιποχικειβ χιποχικοβ χιποχικοιβ χιποχικαβ χιποχικαιβ χιποχικυβ χιποχικυιβ χιποχικωβ
Essiv-modal χιποχικεχ χιποχικειχ χιποχικοχ χιποχικοιχ χιποχικαχ χιποχικαιχ χιποχικυχ χιποχικυιχ ωχ
Komitativ χιποχικερ χιποχικειρ χιποχικορ χιποχικοιρ χιποχικαρ χιποχικαιρ χιποχικυρ χιποχικυιρ χιποχικωρ
Kasuslös form
χιποχικε χιποχικει χιποχικο χιποχικοι χιποχικα χιποχικαι χιποχικυ χιποχικυι χιποχικω