φανἑσοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Från φα- (“”) + νἑσαω (“att ta fram”) + -οκ (“”)

Substantiv

φανἑσοκα(φανἑσοκα)

  1. en mall, förlaga

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv φανἑσοκεν φανἑσοκειν φανἑσοκον φανἑσοκοιν φανἑσοκαν φανἑσοκαιν φανἑσοκυν φανἑσοκυιν φανἑσοκων
Ergativ φανἑσοκεϧ φανἑσοκειϧ φανἑσοκοϧ φανἑσοκοιϧ φανἑσοκαϧ φανἑσοκαιϧ φανἑσοκυϧ φανἑσοκυιϧ φανἑσοκωϧ
Dativ φανἑσοκεσ φανἑσοκεισ φανἑσοκοσ φανἑσοκοισ φανἑσοκασ φανἑσοκαισ φανἑσοκυσ φανἑσοκυισ φανἑσοκωσ
Lokativ φανἑσοκεμ φανἑσοκειμ φανἑσοκομ φανἑσοκοιμ φανἑσοκαμ φανἑσοκαιμ φανἑσοκυμ φανἑσοκυιμ φανἑσοκωμ
Ablativ φανἑσοκεϥ φανἑσοκειϥ φανἑσοκοϥ φανἑσοκοιϥ φανἑσοκαϥ φανἑσοκαιϥ φανἑσοκυϥ φανἑσοκυιϥ φανἑσοκωϥ
Instrumentalis φανἑσοκεφ φανἑσοκειφ φανἑσοκοφ φανἑσοκοιφ φανἑσοκαφ φανἑσοκαιφ φανἑσοκυφ φανἑσοκυιφ φανἑσοκωφ
Abessiv φανἑσοκεθ φανἑσοκειθ φανἑσοκοθ φανἑσοκοιθ φανἑσοκαθ φανἑσοκαιθ φανἑσοκυθ φανἑσοκυιθ φανἑσοκωθ
Essiv formal φανἑσοκεγ φανἑσοκειγ φανἑσοκογ φανἑσοκοιγ φανἑσοκαγ φανἑσοκαιγ φανἑσοκυγ φανἑσοκυιγ φανἑσοκωγ
Kausativ φανἑσοκελ φανἑσοκειλ φανἑσοκολ φανἑσοκοιλ φανἑσοκαλ φανἑσοκαιλ φανἑσοκυλ φανἑσοκυιλ φανἑσοκωλ
Substantivkasus
Genitiv φανἑσοκεβ φανἑσοκειβ φανἑσοκοβ φανἑσοκοιβ φανἑσοκαβ φανἑσοκαιβ φανἑσοκυβ φανἑσοκυιβ φανἑσοκωβ
Essiv-modal φανἑσοκεχ φανἑσοκειχ φανἑσοκοχ φανἑσοκοιχ φανἑσοκαχ φανἑσοκαιχ φανἑσοκυχ φανἑσοκυιχ ωχ
Komitativ φανἑσοκερ φανἑσοκειρ φανἑσοκορ φανἑσοκοιρ φανἑσοκαρ φανἑσοκαιρ φανἑσοκυρ φανἑσοκυιρ φανἑσοκωρ
Kasuslös form
φανἑσοκε φανἑσοκει φανἑσοκο φανἑσοκοι φανἑσοκα φανἑσοκαι φανἑσοκυ φανἑσοκυι φανἑσοκω