υνοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

υναω (“se/uppleva”) + -οκ (“konkret av”)

Substantiv

υνοκα(υνοκα)

  1. media
  2. upplevelse

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv υνοκεν υνοκειν υνοκον υνοκοιν υνοκαν υνοκαιν υνοκυν υνοκυιν υνοκων
Ergativ υνοκεϧ υνοκειϧ υνοκοϧ υνοκοιϧ υνοκαϧ υνοκαιϧ υνοκυϧ υνοκυιϧ υνοκωϧ
Dativ υνοκεσ υνοκεισ υνοκοσ υνοκοισ υνοκασ υνοκαισ υνοκυσ υνοκυισ υνοκωσ
Lokativ υνοκεμ υνοκειμ υνοκομ υνοκοιμ υνοκαμ υνοκαιμ υνοκυμ υνοκυιμ υνοκωμ
Ablativ υνοκεϥ υνοκειϥ υνοκοϥ υνοκοιϥ υνοκαϥ υνοκαιϥ υνοκυϥ υνοκυιϥ υνοκωϥ
Instrumentalis υνοκεφ υνοκειφ υνοκοφ υνοκοιφ υνοκαφ υνοκαιφ υνοκυφ υνοκυιφ υνοκωφ
Abessiv υνοκεθ υνοκειθ υνοκοθ υνοκοιθ υνοκαθ υνοκαιθ υνοκυθ υνοκυιθ υνοκωθ
Essiv formal υνοκεγ υνοκειγ υνοκογ υνοκοιγ υνοκαγ υνοκαιγ υνοκυγ υνοκυιγ υνοκωγ
Kausativ υνοκελ υνοκειλ υνοκολ υνοκοιλ υνοκαλ υνοκαιλ υνοκυλ υνοκυιλ υνοκωλ
Substantivkasus
Genitiv υνοκεβ υνοκειβ υνοκοβ υνοκοιβ υνοκαβ υνοκαιβ υνοκυβ υνοκυιβ υνοκωβ
Essiv-modal υνοκεχ υνοκειχ υνοκοχ υνοκοιχ υνοκαχ υνοκαιχ υνοκυχ υνοκυιχ ωχ
Komitativ υνοκερ υνοκειρ υνοκορ υνοκοιρ υνοκαρ υνοκαιρ υνοκυρ υνοκυιρ υνοκωρ
Kasuslös form
υνοκε υνοκει υνοκο υνοκοι υνοκα υνοκαι υνοκυ υνοκυι υνοκω

Härledningar