ρἱτοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ρἱταω (“arbeta”) + -οκ (“konkret subst av verb”)

Substantiv

ρἱτοκα(ρἱτοκα)

  1. arbete, projekt (se även ωρϊχ för fokus på planerandet av projekt)

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ρἱτοκεν ρἱτοκειν ρἱτοκον ρἱτοκοιν ρἱτοκαν ρἱτοκαιν ρἱτοκυν ρἱτοκυιν ρἱτοκων
Ergativ ρἱτοκεϧ ρἱτοκειϧ ρἱτοκοϧ ρἱτοκοιϧ ρἱτοκαϧ ρἱτοκαιϧ ρἱτοκυϧ ρἱτοκυιϧ ρἱτοκωϧ
Dativ ρἱτοκεσ ρἱτοκεισ ρἱτοκοσ ρἱτοκοισ ρἱτοκασ ρἱτοκαισ ρἱτοκυσ ρἱτοκυισ ρἱτοκωσ
Lokativ ρἱτοκεμ ρἱτοκειμ ρἱτοκομ ρἱτοκοιμ ρἱτοκαμ ρἱτοκαιμ ρἱτοκυμ ρἱτοκυιμ ρἱτοκωμ
Ablativ ρἱτοκεϥ ρἱτοκειϥ ρἱτοκοϥ ρἱτοκοιϥ ρἱτοκαϥ ρἱτοκαιϥ ρἱτοκυϥ ρἱτοκυιϥ ρἱτοκωϥ
Instrumentalis ρἱτοκεφ ρἱτοκειφ ρἱτοκοφ ρἱτοκοιφ ρἱτοκαφ ρἱτοκαιφ ρἱτοκυφ ρἱτοκυιφ ρἱτοκωφ
Abessiv ρἱτοκεθ ρἱτοκειθ ρἱτοκοθ ρἱτοκοιθ ρἱτοκαθ ρἱτοκαιθ ρἱτοκυθ ρἱτοκυιθ ρἱτοκωθ
Essiv formal ρἱτοκεγ ρἱτοκειγ ρἱτοκογ ρἱτοκοιγ ρἱτοκαγ ρἱτοκαιγ ρἱτοκυγ ρἱτοκυιγ ρἱτοκωγ
Kausativ ρἱτοκελ ρἱτοκειλ ρἱτοκολ ρἱτοκοιλ ρἱτοκαλ ρἱτοκαιλ ρἱτοκυλ ρἱτοκυιλ ρἱτοκωλ
Substantivkasus
Genitiv ρἱτοκεβ ρἱτοκειβ ρἱτοκοβ ρἱτοκοιβ ρἱτοκαβ ρἱτοκαιβ ρἱτοκυβ ρἱτοκυιβ ρἱτοκωβ
Essiv-modal ρἱτοκεχ ρἱτοκειχ ρἱτοκοχ ρἱτοκοιχ ρἱτοκαχ ρἱτοκαιχ ρἱτοκυχ ρἱτοκυιχ ωχ
Komitativ ρἱτοκερ ρἱτοκειρ ρἱτοκορ ρἱτοκοιρ ρἱτοκαρ ρἱτοκαιρ ρἱτοκυρ ρἱτοκυιρ ρἱτοκωρ
Kasuslös form
ρἱτοκε ρἱτοκει ρἱτοκο ρἱτοκοι ρἱτοκα ρἱτοκαι ρἱτοκυ ρἱτοκυι ρἱτοκω