ρασοκκαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ρα- (“kommitativpartikeln”) + σοκκαω (“säga”)

Verb

ρασοκκαω(ρασοκκαω)

  1. kommunicera

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ ρασοκκὸ ρασοκκὰι ρασοκκὰ ρασοκκὶ ρασοκκαω
Subjunktiv ρασοκκὲ ρασοκκεηὰι ρασοκκεηὰ ρασοκκὲι ρασοκκεω
Optativ ρασοκκειλὸ ρασοκκειλὰι ρασοκκειλὰ ρασοκκειλὶ ρασοκκειλαω
Jussiv ρασοκκοχὸ ρασοκκοχὰι ρασοκκοχὰ ρασοκκοχὶ ρασοκκοχαω
Potentialis ρασοκκαγὸ ρασοκκαγὰι ρασοκκαγὰ ρασοκκαγὶ ρασοκκαγαω
Dubitativ ρασοκκωπὸ ρασοκκωπὰι ρασοκκωπὰ ρασοκκωπὶ ρασοκκωπαω
Permissiv ρασοκκιαωὸ ρασοκκιαωὰι ρασοκκιαωὰ ρασοκκιαωὶ ρασοκκιαωαω
Permissiv (extern) ρασοκκωμὸ ρασοκκωμὰι ρασοκκωμὰ ρασοκκωμὶ ρασοκκωμαω
Admirativ ρασοκκωκερὸ ρασοκκωκερὰι ρασοκκωκερὰ ρασοκκωκερὶ ρασοκκωκεραω
Imperativ ρασοκκὺ ρασοκκὺ ρασοκκὺι