πἱσαωβιοκα
Hoppa till navigering
Hoppa till sök
Etymologi
πἱσα (“barn”) + αωβιαω (“bära”) + -οκ (“konkret substantiv av verb”)
Substantiv
πἱσαωβιοκα (πἱσαωβιοκα)
- graviditet, havandeskap
Deklination
Inflektion | |||||||||
---|---|---|---|---|---|---|---|---|---|
Obest. | Obest. p. | Best. | Best. pl. | Gnom | Gnom p | Neg | Neg p | Int. | |
Verbkasus | |||||||||
Absolutiv | πἱσαωβιοκεν | πἱσαωβιοκειν | πἱσαωβιοκον | πἱσαωβιοκοιν | πἱσαωβιοκαν | πἱσαωβιοκαιν | πἱσαωβιοκυν | πἱσαωβιοκυιν | πἱσαωβιοκων |
Ergativ | πἱσαωβιοκεϧ | πἱσαωβιοκειϧ | πἱσαωβιοκοϧ | πἱσαωβιοκοιϧ | πἱσαωβιοκαϧ | πἱσαωβιοκαιϧ | πἱσαωβιοκυϧ | πἱσαωβιοκυιϧ | πἱσαωβιοκωϧ |
Dativ | πἱσαωβιοκεσ | πἱσαωβιοκεισ | πἱσαωβιοκοσ | πἱσαωβιοκοισ | πἱσαωβιοκασ | πἱσαωβιοκαισ | πἱσαωβιοκυσ | πἱσαωβιοκυισ | πἱσαωβιοκωσ |
Lokativ | πἱσαωβιοκεμ | πἱσαωβιοκειμ | πἱσαωβιοκομ | πἱσαωβιοκοιμ | πἱσαωβιοκαμ | πἱσαωβιοκαιμ | πἱσαωβιοκυμ | πἱσαωβιοκυιμ | πἱσαωβιοκωμ |
Ablativ | πἱσαωβιοκεϥ | πἱσαωβιοκειϥ | πἱσαωβιοκοϥ | πἱσαωβιοκοιϥ | πἱσαωβιοκαϥ | πἱσαωβιοκαιϥ | πἱσαωβιοκυϥ | πἱσαωβιοκυιϥ | πἱσαωβιοκωϥ |
Instrumentalis | πἱσαωβιοκεφ | πἱσαωβιοκειφ | πἱσαωβιοκοφ | πἱσαωβιοκοιφ | πἱσαωβιοκαφ | πἱσαωβιοκαιφ | πἱσαωβιοκυφ | πἱσαωβιοκυιφ | πἱσαωβιοκωφ |
Abessiv | πἱσαωβιοκεθ | πἱσαωβιοκειθ | πἱσαωβιοκοθ | πἱσαωβιοκοιθ | πἱσαωβιοκαθ | πἱσαωβιοκαιθ | πἱσαωβιοκυθ | πἱσαωβιοκυιθ | πἱσαωβιοκωθ |
Essiv formal | πἱσαωβιοκεγ | πἱσαωβιοκειγ | πἱσαωβιοκογ | πἱσαωβιοκοιγ | πἱσαωβιοκαγ | πἱσαωβιοκαιγ | πἱσαωβιοκυγ | πἱσαωβιοκυιγ | πἱσαωβιοκωγ |
Kausativ | πἱσαωβιοκελ | πἱσαωβιοκειλ | πἱσαωβιοκολ | πἱσαωβιοκοιλ | πἱσαωβιοκαλ | πἱσαωβιοκαιλ | πἱσαωβιοκυλ | πἱσαωβιοκυιλ | πἱσαωβιοκωλ |
Substantivkasus | |||||||||
Genitiv | πἱσαωβιοκεβ | πἱσαωβιοκειβ | πἱσαωβιοκοβ | πἱσαωβιοκοιβ | πἱσαωβιοκαβ | πἱσαωβιοκαιβ | πἱσαωβιοκυβ | πἱσαωβιοκυιβ | πἱσαωβιοκωβ |
Essiv-modal | πἱσαωβιοκεχ | πἱσαωβιοκειχ | πἱσαωβιοκοχ | πἱσαωβιοκοιχ | πἱσαωβιοκαχ | πἱσαωβιοκαιχ | πἱσαωβιοκυχ | πἱσαωβιοκυιχ | ωχ |
Komitativ | πἱσαωβιοκερ | πἱσαωβιοκειρ | πἱσαωβιοκορ | πἱσαωβιοκοιρ | πἱσαωβιοκαρ | πἱσαωβιοκαιρ | πἱσαωβιοκυρ | πἱσαωβιοκυιρ | πἱσαωβιοκωρ |
Kasuslös form | |||||||||
πἱσαωβιοκε | πἱσαωβιοκει | πἱσαωβιοκο | πἱσαωβιοκοι | πἱσαωβιοκα | πἱσαωβιοκαι | πἱσαωβιοκυ | πἱσαωβιοκυι | πἱσαωβιοκω |