πἑδερα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Peter

Substantiv

πἑδερα(πἑδερα)

  1. purjolök

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv πἑδερεν πἑδερειν πἑδερον πἑδεροιν πἑδεραν πἑδεραιν πἑδερυν πἑδερυιν πἑδερων
Ergativ πἑδερεϧ πἑδερειϧ πἑδεροϧ πἑδεροιϧ πἑδεραϧ πἑδεραιϧ πἑδερυϧ πἑδερυιϧ πἑδερωϧ
Dativ πἑδερεσ πἑδερεισ πἑδεροσ πἑδεροισ πἑδερασ πἑδεραισ πἑδερυσ πἑδερυισ πἑδερωσ
Lokativ πἑδερεμ πἑδερειμ πἑδερομ πἑδεροιμ πἑδεραμ πἑδεραιμ πἑδερυμ πἑδερυιμ πἑδερωμ
Ablativ πἑδερεϥ πἑδερειϥ πἑδεροϥ πἑδεροιϥ πἑδεραϥ πἑδεραιϥ πἑδερυϥ πἑδερυιϥ πἑδερωϥ
Instrumentalis πἑδερεφ πἑδερειφ πἑδεροφ πἑδεροιφ πἑδεραφ πἑδεραιφ πἑδερυφ πἑδερυιφ πἑδερωφ
Abessiv πἑδερεθ πἑδερειθ πἑδεροθ πἑδεροιθ πἑδεραθ πἑδεραιθ πἑδερυθ πἑδερυιθ πἑδερωθ
Essiv formal πἑδερεγ πἑδερειγ πἑδερογ πἑδεροιγ πἑδεραγ πἑδεραιγ πἑδερυγ πἑδερυιγ πἑδερωγ
Kausativ πἑδερελ πἑδερειλ πἑδερολ πἑδεροιλ πἑδεραλ πἑδεραιλ πἑδερυλ πἑδερυιλ πἑδερωλ
Substantivkasus
Genitiv πἑδερεβ πἑδερειβ πἑδεροβ πἑδεροιβ πἑδεραβ πἑδεραιβ πἑδερυβ πἑδερυιβ πἑδερωβ
Essiv-modal πἑδερεχ πἑδερειχ πἑδεροχ πἑδεροιχ πἑδεραχ πἑδεραιχ πἑδερυχ πἑδερυιχ ωχ
Komitativ πἑδερερ πἑδερειρ πἑδερορ πἑδεροιρ πἑδεραρ πἑδεραιρ πἑδερυρ πἑδερυιρ πἑδερωρ
Kasuslös form
πἑδερε πἑδερει πἑδερο πἑδεροι πἑδερα πἑδεραι πἑδερυ πἑδερυι πἑδερω