πριραω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

πριηα (“asfalt”) + -(ω)ραϛ (“likt ett substantiv”), verbform

Verb

πριραω(πριραω)

  1. att klistra
  2. fästa, sätta fast (med klister)

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ πριρὸ πριρὰι πριρὰ πριρὶ πριραω
Subjunktiv πριρὲ πριρεηὰι πριρεηὰ πριρὲι πριρεω
Optativ πριρειλὸ πριρειλὰι πριρειλὰ πριρειλὶ πριρειλαω
Jussiv πριροχὸ πριροχὰι πριροχὰ πριροχὶ πριροχαω
Potentialis πριραγὸ πριραγὰι πριραγὰ πριραγὶ πριραγαω
Dubitativ πριρωπὸ πριρωπὰι πριρωπὰ πριρωπὶ πριρωπαω
Permissiv πριριαωὸ πριριαωὰι πριριαωὰ πριριαωὶ πριριαωαω
Permissiv (extern) πριρωμὸ πριρωμὰι πριρωμὰ πριρωμὶ πριρωμαω
Admirativ πριρωκερὸ πριρωκερὰι πριρωκερὰ πριρωκερὶ πριρωκεραω
Imperativ πριρὺ πριρὺ πριρὺι