πλοθθονικωασι

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

πλοθθαω (“att leva”) + -ονικωασι (“-vetenskap”)

Substantiv

πλοθθονικωασι(πλοθθονικωασι)

  1. biologi

Deklination

Inflektion
Verbkasus Substantivkasus
Kasuslös form Absolutiv Ergativ Dativ Lokativ Ablativ Instrumentalis Abessiv Essiv formal Kausativ Genitiv Essiv-modal Komitativ
πλοθθονικωασι πλοθθονικωασιν πλοθθονικωασιϧ πλοθθονικωασισ πλοθθονικωασιμ πλοθθονικωασιϥ πλοθθονικωασιφ πλοθθονικωασιθ πλοθθονικωασιγ πλοθθονικωασιλ πλοθθονικωασιβ πλοθθονικωασιχ πλοθθονικωασιρ