πιλλικα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

πιλλαϛ (“hög”) + -ικ (“abstrakt”)

Substantiv

πιλλικα(πιλλικα)

  1. höjd
  2. längd (när man mäter människor)

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv πιλλικεν πιλλικειν πιλλικον πιλλικοιν πιλλικαν πιλλικαιν πιλλικυν πιλλικυιν πιλλικων
Ergativ πιλλικεϧ πιλλικειϧ πιλλικοϧ πιλλικοιϧ πιλλικαϧ πιλλικαιϧ πιλλικυϧ πιλλικυιϧ πιλλικωϧ
Dativ πιλλικεσ πιλλικεισ πιλλικοσ πιλλικοισ πιλλικασ πιλλικαισ πιλλικυσ πιλλικυισ πιλλικωσ
Lokativ πιλλικεμ πιλλικειμ πιλλικομ πιλλικοιμ πιλλικαμ πιλλικαιμ πιλλικυμ πιλλικυιμ πιλλικωμ
Ablativ πιλλικεϥ πιλλικειϥ πιλλικοϥ πιλλικοιϥ πιλλικαϥ πιλλικαιϥ πιλλικυϥ πιλλικυιϥ πιλλικωϥ
Instrumentalis πιλλικεφ πιλλικειφ πιλλικοφ πιλλικοιφ πιλλικαφ πιλλικαιφ πιλλικυφ πιλλικυιφ πιλλικωφ
Abessiv πιλλικεθ πιλλικειθ πιλλικοθ πιλλικοιθ πιλλικαθ πιλλικαιθ πιλλικυθ πιλλικυιθ πιλλικωθ
Essiv formal πιλλικεγ πιλλικειγ πιλλικογ πιλλικοιγ πιλλικαγ πιλλικαιγ πιλλικυγ πιλλικυιγ πιλλικωγ
Kausativ πιλλικελ πιλλικειλ πιλλικολ πιλλικοιλ πιλλικαλ πιλλικαιλ πιλλικυλ πιλλικυιλ πιλλικωλ
Substantivkasus
Genitiv πιλλικεβ πιλλικειβ πιλλικοβ πιλλικοιβ πιλλικαβ πιλλικαιβ πιλλικυβ πιλλικυιβ πιλλικωβ
Essiv-modal πιλλικεχ πιλλικειχ πιλλικοχ πιλλικοιχ πιλλικαχ πιλλικαιχ πιλλικυχ πιλλικυιχ ωχ
Komitativ πιλλικερ πιλλικειρ πιλλικορ πιλλικοιρ πιλλικαρ πιλλικαιρ πιλλικυρ πιλλικυιρ πιλλικωρ
Kasuslös form
πιλλικε πιλλικει πιλλικο πιλλικοι πιλλικα πιλλικαι πιλλικυ πιλλικυι πιλλικω