παπροσα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från polska papieros (cigarett)

Substantiv

παπροσα(παπροσα)

  1. cigarett

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv παπροσεν παπροσειν παπροσον παπροσοιν παπροσαν παπροσαιν παπροσυν παπροσυιν παπροσων
Ergativ παπροσεϧ παπροσειϧ παπροσοϧ παπροσοιϧ παπροσαϧ παπροσαιϧ παπροσυϧ παπροσυιϧ παπροσωϧ
Dativ παπροσεσ παπροσεισ παπροσοσ παπροσοισ παπροσασ παπροσαισ παπροσυσ παπροσυισ παπροσωσ
Lokativ παπροσεμ παπροσειμ παπροσομ παπροσοιμ παπροσαμ παπροσαιμ παπροσυμ παπροσυιμ παπροσωμ
Ablativ παπροσεϥ παπροσειϥ παπροσοϥ παπροσοιϥ παπροσαϥ παπροσαιϥ παπροσυϥ παπροσυιϥ παπροσωϥ
Instrumentalis παπροσεφ παπροσειφ παπροσοφ παπροσοιφ παπροσαφ παπροσαιφ παπροσυφ παπροσυιφ παπροσωφ
Abessiv παπροσεθ παπροσειθ παπροσοθ παπροσοιθ παπροσαθ παπροσαιθ παπροσυθ παπροσυιθ παπροσωθ
Essiv formal παπροσεγ παπροσειγ παπροσογ παπροσοιγ παπροσαγ παπροσαιγ παπροσυγ παπροσυιγ παπροσωγ
Kausativ παπροσελ παπροσειλ παπροσολ παπροσοιλ παπροσαλ παπροσαιλ παπροσυλ παπροσυιλ παπροσωλ
Substantivkasus
Genitiv παπροσεβ παπροσειβ παπροσοβ παπροσοιβ παπροσαβ παπροσαιβ παπροσυβ παπροσυιβ παπροσωβ
Essiv-modal παπροσεχ παπροσειχ παπροσοχ παπροσοιχ παπροσαχ παπροσαιχ παπροσυχ παπροσυιχ ωχ
Komitativ παπροσερ παπροσειρ παπροσορ παπροσοιρ παπροσαρ παπροσαιρ παπροσυρ παπροσυιρ παπροσωρ
Kasuslös form
παπροσε παπροσει παπροσο παπροσοι παπροσα παπροσαι παπροσυ παπροσυι παπροσω