ολκανσαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Verb

ολκανσαω(ολκανσαω)

  1. konservera, bevara

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ ολκανσὸ ολκανσὰι ολκανσὰ ολκανσὶ ολκανσαω
Subjunktiv ολκανσὲ ολκανσεηὰι ολκανσεηὰ ολκανσὲι ολκανσεω
Optativ ολκανσειλὸ ολκανσειλὰι ολκανσειλὰ ολκανσειλὶ ολκανσειλαω
Jussiv ολκανσοχὸ ολκανσοχὰι ολκανσοχὰ ολκανσοχὶ ολκανσοχαω
Potentialis ολκανσαγὸ ολκανσαγὰι ολκανσαγὰ ολκανσαγὶ ολκανσαγαω
Dubitativ ολκανσωπὸ ολκανσωπὰι ολκανσωπὰ ολκανσωπὶ ολκανσωπαω
Permissiv ολκανσιαωὸ ολκανσιαωὰι ολκανσιαωὰ ολκανσιαωὶ ολκανσιαωαω
Permissiv (extern) ολκανσωμὸ ολκανσωμὰι ολκανσωμὰ ολκανσωμὶ ολκανσωμαω
Admirativ ολκανσωκερὸ ολκανσωκερὰι ολκανσωκερὰ ολκανσωκερὶ ολκανσωκεραω
Imperativ ολκανσὺ ολκανσὺ ολκανσὺι