νισαωσεκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Denna artikel saknar etymologi som efterfrågas. Ersätt denna text med information om du har.

Substantiv

νισαωσεκα(νισαωσεκα)

  1. älskling

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv νισαωσεκεν νισαωσεκειν νισαωσεκον νισαωσεκοιν νισαωσεκαν νισαωσεκαιν νισαωσεκυν νισαωσεκυιν νισαωσεκων
Ergativ νισαωσεκεϧ νισαωσεκειϧ νισαωσεκοϧ νισαωσεκοιϧ νισαωσεκαϧ νισαωσεκαιϧ νισαωσεκυϧ νισαωσεκυιϧ νισαωσεκωϧ
Dativ νισαωσεκεσ νισαωσεκεισ νισαωσεκοσ νισαωσεκοισ νισαωσεκασ νισαωσεκαισ νισαωσεκυσ νισαωσεκυισ νισαωσεκωσ
Lokativ νισαωσεκεμ νισαωσεκειμ νισαωσεκομ νισαωσεκοιμ νισαωσεκαμ νισαωσεκαιμ νισαωσεκυμ νισαωσεκυιμ νισαωσεκωμ
Ablativ νισαωσεκεϥ νισαωσεκειϥ νισαωσεκοϥ νισαωσεκοιϥ νισαωσεκαϥ νισαωσεκαιϥ νισαωσεκυϥ νισαωσεκυιϥ νισαωσεκωϥ
Instrumentalis νισαωσεκεφ νισαωσεκειφ νισαωσεκοφ νισαωσεκοιφ νισαωσεκαφ νισαωσεκαιφ νισαωσεκυφ νισαωσεκυιφ νισαωσεκωφ
Abessiv νισαωσεκεθ νισαωσεκειθ νισαωσεκοθ νισαωσεκοιθ νισαωσεκαθ νισαωσεκαιθ νισαωσεκυθ νισαωσεκυιθ νισαωσεκωθ
Essiv formal νισαωσεκεγ νισαωσεκειγ νισαωσεκογ νισαωσεκοιγ νισαωσεκαγ νισαωσεκαιγ νισαωσεκυγ νισαωσεκυιγ νισαωσεκωγ
Kausativ νισαωσεκελ νισαωσεκειλ νισαωσεκολ νισαωσεκοιλ νισαωσεκαλ νισαωσεκαιλ νισαωσεκυλ νισαωσεκυιλ νισαωσεκωλ
Substantivkasus
Genitiv νισαωσεκεβ νισαωσεκειβ νισαωσεκοβ νισαωσεκοιβ νισαωσεκαβ νισαωσεκαιβ νισαωσεκυβ νισαωσεκυιβ νισαωσεκωβ
Essiv-modal νισαωσεκεχ νισαωσεκειχ νισαωσεκοχ νισαωσεκοιχ νισαωσεκαχ νισαωσεκαιχ νισαωσεκυχ νισαωσεκυιχ ωχ
Komitativ νισαωσεκερ νισαωσεκειρ νισαωσεκορ νισαωσεκοιρ νισαωσεκαρ νισαωσεκαιρ νισαωσεκυρ νισαωσεκυιρ νισαωσεκωρ
Kasuslös form
νισαωσεκε νισαωσεκει νισαωσεκο νισαωσεκοι νισαωσεκα νισαωσεκαι νισαωσεκυ νισαωσεκυι νισαωσεκω