λισοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

λισοκα(λισοκα)

  1. orsak, anledning, motivation

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv λισοκεν λισοκειν λισοκον λισοκοιν λισοκαν λισοκαιν λισοκυν λισοκυιν λισοκων
Ergativ λισοκεϧ λισοκειϧ λισοκοϧ λισοκοιϧ λισοκαϧ λισοκαιϧ λισοκυϧ λισοκυιϧ λισοκωϧ
Dativ λισοκεσ λισοκεισ λισοκοσ λισοκοισ λισοκασ λισοκαισ λισοκυσ λισοκυισ λισοκωσ
Lokativ λισοκεμ λισοκειμ λισοκομ λισοκοιμ λισοκαμ λισοκαιμ λισοκυμ λισοκυιμ λισοκωμ
Ablativ λισοκεϥ λισοκειϥ λισοκοϥ λισοκοιϥ λισοκαϥ λισοκαιϥ λισοκυϥ λισοκυιϥ λισοκωϥ
Instrumentalis λισοκεφ λισοκειφ λισοκοφ λισοκοιφ λισοκαφ λισοκαιφ λισοκυφ λισοκυιφ λισοκωφ
Abessiv λισοκεθ λισοκειθ λισοκοθ λισοκοιθ λισοκαθ λισοκαιθ λισοκυθ λισοκυιθ λισοκωθ
Essiv formal λισοκεγ λισοκειγ λισοκογ λισοκοιγ λισοκαγ λισοκαιγ λισοκυγ λισοκυιγ λισοκωγ
Kausativ λισοκελ λισοκειλ λισοκολ λισοκοιλ λισοκαλ λισοκαιλ λισοκυλ λισοκυιλ λισοκωλ
Substantivkasus
Genitiv λισοκεβ λισοκειβ λισοκοβ λισοκοιβ λισοκαβ λισοκαιβ λισοκυβ λισοκυιβ λισοκωβ
Essiv-modal λισοκεχ λισοκειχ λισοκοχ λισοκοιχ λισοκαχ λισοκαιχ λισοκυχ λισοκυιχ ωχ
Komitativ λισοκερ λισοκειρ λισοκορ λισοκοιρ λισοκαρ λισοκαιρ λισοκυρ λισοκυιρ λισοκωρ
Kasuslös form
λισοκε λισοκει λισοκο λισοκοι λισοκα λισοκαι λισοκυ λισοκυι λισοκω