θαηειναω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

θα- (“abessivpartikeln”) + ειναω (“ge”)

Verb

θαηειναω(θαηειναω)

  1. gömma
    Synonymer: πειδαω, ἡοσαω, γρὁφαω

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ θαηεινὸ θαηεινὰι θαηεινὰ θαηεινὶ θαηειναω
Subjunktiv θαηεινὲ θαηεινεηὰι θαηεινεηὰ θαηεινὲι θαηεινεω
Optativ θαηεινειλὸ θαηεινειλὰι θαηεινειλὰ θαηεινειλὶ θαηεινειλαω
Jussiv θαηεινοχὸ θαηεινοχὰι θαηεινοχὰ θαηεινοχὶ θαηεινοχαω
Potentialis θαηειναγὸ θαηειναγὰι θαηειναγὰ θαηειναγὶ θαηειναγαω
Dubitativ θαηεινωπὸ θαηεινωπὰι θαηεινωπὰ θαηεινωπὶ θαηεινωπαω
Permissiv θαηεινιαωὸ θαηεινιαωὰι θαηεινιαωὰ θαηεινιαωὶ θαηεινιαωαω
Permissiv (extern) θαηεινωμὸ θαηεινωμὰι θαηεινωμὰ θαηεινωμὶ θαηεινωμαω
Admirativ θαηεινωκερὸ θαηεινωκερὰι θαηεινωκερὰ θαηεινωκερὶ θαηεινωκεραω
Imperativ θαηεινὺ θαηεινὺ θαηεινὺι