ενδα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

ενδα(ενδα)

  1. bröst, framsida, framför, mot (med allativ)
  2. förort, förstad

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ενδεν ενδειν ενδον ενδοιν ενδαν ενδαιν ενδυν ενδυιν ενδων
Ergativ ενδεϧ ενδειϧ ενδοϧ ενδοιϧ ενδαϧ ενδαιϧ ενδυϧ ενδυιϧ ενδωϧ
Dativ ενδεσ ενδεισ ενδοσ ενδοισ ενδασ ενδαισ ενδυσ ενδυισ ενδωσ
Lokativ ενδεμ ενδειμ ενδομ ενδοιμ ενδαμ ενδαιμ ενδυμ ενδυιμ ενδωμ
Ablativ ενδεϥ ενδειϥ ενδοϥ ενδοιϥ ενδαϥ ενδαιϥ ενδυϥ ενδυιϥ ενδωϥ
Instrumentalis ενδεφ ενδειφ ενδοφ ενδοιφ ενδαφ ενδαιφ ενδυφ ενδυιφ ενδωφ
Abessiv ενδεθ ενδειθ ενδοθ ενδοιθ ενδαθ ενδαιθ ενδυθ ενδυιθ ενδωθ
Essiv formal ενδεγ ενδειγ ενδογ ενδοιγ ενδαγ ενδαιγ ενδυγ ενδυιγ ενδωγ
Kausativ ενδελ ενδειλ ενδολ ενδοιλ ενδαλ ενδαιλ ενδυλ ενδυιλ ενδωλ
Substantivkasus
Genitiv ενδεβ ενδειβ ενδοβ ενδοιβ ενδαβ ενδαιβ ενδυβ ενδυιβ ενδωβ
Essiv-modal ενδεχ ενδειχ ενδοχ ενδοιχ ενδαχ ενδαιχ ενδυχ ενδυιχ ωχ
Komitativ ενδερ ενδειρ ενδορ ενδοιρ ενδαρ ενδαιρ ενδυρ ενδυιρ ενδωρ
Kasuslös form
ενδε ενδει ενδο ενδοι ενδα ενδαι ενδυ ενδυι ενδω