εινια

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

εινια(εινια)

  1. land/mark i allmänhet

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv εινιεν εινιειν εινιον εινιοιν εινιαν εινιαιν εινιυν εινιυιν εινιων
Ergativ εινιεϧ εινιειϧ εινιοϧ εινιοιϧ εινιαϧ εινιαιϧ εινιυϧ εινιυιϧ εινιωϧ
Dativ εινιεσ εινιεισ εινιοσ εινιοισ εινιασ εινιαισ εινιυσ εινιυισ εινιωσ
Lokativ εινιεμ εινιειμ εινιομ εινιοιμ εινιαμ εινιαιμ εινιυμ εινιυιμ εινιωμ
Ablativ εινιεϥ εινιειϥ εινιοϥ εινιοιϥ εινιαϥ εινιαιϥ εινιυϥ εινιυιϥ εινιωϥ
Instrumentalis εινιεφ εινιειφ εινιοφ εινιοιφ εινιαφ εινιαιφ εινιυφ εινιυιφ εινιωφ
Abessiv εινιεθ εινιειθ εινιοθ εινιοιθ εινιαθ εινιαιθ εινιυθ εινιυιθ εινιωθ
Essiv formal εινιεγ εινιειγ εινιογ εινιοιγ εινιαγ εινιαιγ εινιυγ εινιυιγ εινιωγ
Kausativ εινιελ εινιειλ εινιολ εινιοιλ εινιαλ εινιαιλ εινιυλ εινιυιλ εινιωλ
Substantivkasus
Genitiv εινιεβ εινιειβ εινιοβ εινιοιβ εινιαβ εινιαιβ εινιυβ εινιυιβ εινιωβ
Essiv-modal εινιεχ εινιειχ εινιοχ εινιοιχ εινιαχ εινιαιχ εινιυχ εινιυιχ ωχ
Komitativ εινιερ εινιειρ εινιορ εινιοιρ εινιαρ εινιαιρ εινιυρ εινιυιρ εινιωρ
Kasuslös form
εινιε εινιει εινιο εινιοι εινια εινιαι εινιυ εινιυι εινιω

Härledningar