δοσδαρμαω

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Verb

δοσδαρμαω(δοσδαρμαω)

  1. städa, röja, skrubba, skura

Konjugation

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ δοσδαρμὸ δοσδαρμὰι δοσδαρμὰ δοσδαρμὶ δοσδαρμαω
Subjunktiv δοσδαρμὲ δοσδαρμεηὰι δοσδαρμεηὰ δοσδαρμὲι δοσδαρμεω
Optativ δοσδαρμειλὸ δοσδαρμειλὰι δοσδαρμειλὰ δοσδαρμειλὶ δοσδαρμειλαω
Jussiv δοσδαρμοχὸ δοσδαρμοχὰι δοσδαρμοχὰ δοσδαρμοχὶ δοσδαρμοχαω
Potentialis δοσδαρμαγὸ δοσδαρμαγὰι δοσδαρμαγὰ δοσδαρμαγὶ δοσδαρμαγαω
Dubitativ δοσδαρμωπὸ δοσδαρμωπὰι δοσδαρμωπὰ δοσδαρμωπὶ δοσδαρμωπαω
Permissiv δοσδαρμιαωὸ δοσδαρμιαωὰι δοσδαρμιαωὰ δοσδαρμιαωὶ δοσδαρμιαωαω
Permissiv (extern) δοσδαρμωμὸ δοσδαρμωμὰι δοσδαρμωμὰ δοσδαρμωμὶ δοσδαρμωμαω
Admirativ δοσδαρμωκερὸ δοσδαρμωκερὰι δοσδαρμωκερὰ δοσδαρμωκερὶ δοσδαρμωκεραω
Imperativ δοσδαρμὺ δοσδαρμὺ δοσδαρμὺι