βρελρωϧεωδικα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

βρελραϛ (“svår”) + ϧεωδικα (“grad”)

Substantiv

βρελρωϧεωδικα(βρελρωϧεωδικα)

  1. svårighetsgrad, nivå

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv βρελρωϧεωδικεν βρελρωϧεωδικειν βρελρωϧεωδικον βρελρωϧεωδικοιν βρελρωϧεωδικαν βρελρωϧεωδικαιν βρελρωϧεωδικυν βρελρωϧεωδικυιν βρελρωϧεωδικων
Ergativ βρελρωϧεωδικεϧ βρελρωϧεωδικειϧ βρελρωϧεωδικοϧ βρελρωϧεωδικοιϧ βρελρωϧεωδικαϧ βρελρωϧεωδικαιϧ βρελρωϧεωδικυϧ βρελρωϧεωδικυιϧ βρελρωϧεωδικωϧ
Dativ βρελρωϧεωδικεσ βρελρωϧεωδικεισ βρελρωϧεωδικοσ βρελρωϧεωδικοισ βρελρωϧεωδικασ βρελρωϧεωδικαισ βρελρωϧεωδικυσ βρελρωϧεωδικυισ βρελρωϧεωδικωσ
Lokativ βρελρωϧεωδικεμ βρελρωϧεωδικειμ βρελρωϧεωδικομ βρελρωϧεωδικοιμ βρελρωϧεωδικαμ βρελρωϧεωδικαιμ βρελρωϧεωδικυμ βρελρωϧεωδικυιμ βρελρωϧεωδικωμ
Ablativ βρελρωϧεωδικεϥ βρελρωϧεωδικειϥ βρελρωϧεωδικοϥ βρελρωϧεωδικοιϥ βρελρωϧεωδικαϥ βρελρωϧεωδικαιϥ βρελρωϧεωδικυϥ βρελρωϧεωδικυιϥ βρελρωϧεωδικωϥ
Instrumentalis βρελρωϧεωδικεφ βρελρωϧεωδικειφ βρελρωϧεωδικοφ βρελρωϧεωδικοιφ βρελρωϧεωδικαφ βρελρωϧεωδικαιφ βρελρωϧεωδικυφ βρελρωϧεωδικυιφ βρελρωϧεωδικωφ
Abessiv βρελρωϧεωδικεθ βρελρωϧεωδικειθ βρελρωϧεωδικοθ βρελρωϧεωδικοιθ βρελρωϧεωδικαθ βρελρωϧεωδικαιθ βρελρωϧεωδικυθ βρελρωϧεωδικυιθ βρελρωϧεωδικωθ
Essiv formal βρελρωϧεωδικεγ βρελρωϧεωδικειγ βρελρωϧεωδικογ βρελρωϧεωδικοιγ βρελρωϧεωδικαγ βρελρωϧεωδικαιγ βρελρωϧεωδικυγ βρελρωϧεωδικυιγ βρελρωϧεωδικωγ
Kausativ βρελρωϧεωδικελ βρελρωϧεωδικειλ βρελρωϧεωδικολ βρελρωϧεωδικοιλ βρελρωϧεωδικαλ βρελρωϧεωδικαιλ βρελρωϧεωδικυλ βρελρωϧεωδικυιλ βρελρωϧεωδικωλ
Substantivkasus
Genitiv βρελρωϧεωδικεβ βρελρωϧεωδικειβ βρελρωϧεωδικοβ βρελρωϧεωδικοιβ βρελρωϧεωδικαβ βρελρωϧεωδικαιβ βρελρωϧεωδικυβ βρελρωϧεωδικυιβ βρελρωϧεωδικωβ
Essiv-modal βρελρωϧεωδικεχ βρελρωϧεωδικειχ βρελρωϧεωδικοχ βρελρωϧεωδικοιχ βρελρωϧεωδικαχ βρελρωϧεωδικαιχ βρελρωϧεωδικυχ βρελρωϧεωδικυιχ ωχ
Komitativ βρελρωϧεωδικερ βρελρωϧεωδικειρ βρελρωϧεωδικορ βρελρωϧεωδικοιρ βρελρωϧεωδικαρ βρελρωϧεωδικαιρ βρελρωϧεωδικυρ βρελρωϧεωδικυιρ βρελρωϧεωδικωρ
Kasuslös form
βρελρωϧεωδικε βρελρωϧεωδικει βρελρωϧεωδικο βρελρωϧεωδικοι βρελρωϧεωδικα βρελρωϧεωδικαι βρελρωϧεωδικυ βρελρωϧεωδικυι βρελρωϧεωδικω