βιλμοσοκ

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

βιλμοσαω (“räkna”) + -οκ (“konkret av verb”)

Substantiv

βιλμοσοκ(βιλμοσοκ)

  1. räknare, räknemaskin, processor (för persondator - se χυλα)

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv βιλμοσοκεν βιλμοσοκειν βιλμοσοκον βιλμοσοκοιν βιλμοσοκαν βιλμοσοκαιν βιλμοσοκυν βιλμοσοκυιν βιλμοσοκων
Ergativ βιλμοσοκεϧ βιλμοσοκειϧ βιλμοσοκοϧ βιλμοσοκοιϧ βιλμοσοκαϧ βιλμοσοκαιϧ βιλμοσοκυϧ βιλμοσοκυιϧ βιλμοσοκωϧ
Dativ βιλμοσοκεσ βιλμοσοκεισ βιλμοσοκοσ βιλμοσοκοισ βιλμοσοκασ βιλμοσοκαισ βιλμοσοκυσ βιλμοσοκυισ βιλμοσοκωσ
Lokativ βιλμοσοκεμ βιλμοσοκειμ βιλμοσοκομ βιλμοσοκοιμ βιλμοσοκαμ βιλμοσοκαιμ βιλμοσοκυμ βιλμοσοκυιμ βιλμοσοκωμ
Ablativ βιλμοσοκεϥ βιλμοσοκειϥ βιλμοσοκοϥ βιλμοσοκοιϥ βιλμοσοκαϥ βιλμοσοκαιϥ βιλμοσοκυϥ βιλμοσοκυιϥ βιλμοσοκωϥ
Instrumentalis βιλμοσοκεφ βιλμοσοκειφ βιλμοσοκοφ βιλμοσοκοιφ βιλμοσοκαφ βιλμοσοκαιφ βιλμοσοκυφ βιλμοσοκυιφ βιλμοσοκωφ
Abessiv βιλμοσοκεθ βιλμοσοκειθ βιλμοσοκοθ βιλμοσοκοιθ βιλμοσοκαθ βιλμοσοκαιθ βιλμοσοκυθ βιλμοσοκυιθ βιλμοσοκωθ
Essiv formal βιλμοσοκεγ βιλμοσοκειγ βιλμοσοκογ βιλμοσοκοιγ βιλμοσοκαγ βιλμοσοκαιγ βιλμοσοκυγ βιλμοσοκυιγ βιλμοσοκωγ
Kausativ βιλμοσοκελ βιλμοσοκειλ βιλμοσοκολ βιλμοσοκοιλ βιλμοσοκαλ βιλμοσοκαιλ βιλμοσοκυλ βιλμοσοκυιλ βιλμοσοκωλ
Substantivkasus
Genitiv βιλμοσοκεβ βιλμοσοκειβ βιλμοσοκοβ βιλμοσοκοιβ βιλμοσοκαβ βιλμοσοκαιβ βιλμοσοκυβ βιλμοσοκυιβ βιλμοσοκωβ
Essiv-modal βιλμοσοκεχ βιλμοσοκειχ βιλμοσοκοχ βιλμοσοκοιχ βιλμοσοκαχ βιλμοσοκαιχ βιλμοσοκυχ βιλμοσοκυιχ ωχ
Komitativ βιλμοσοκερ βιλμοσοκειρ βιλμοσοκορ βιλμοσοκοιρ βιλμοσοκαρ βιλμοσοκαιρ βιλμοσοκυρ βιλμοσοκυιρ βιλμοσοκωρ
Kasuslös form
βιλμοσοκε βιλμοσοκει βιλμοσοκο βιλμοσοκοι βιλμοσοκα βιλμοσοκαι βιλμοσοκυ βιλμοσοκυι βιλμοσοκω