βειλυνοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

βειλαϛ (“avlägsen”) + υναω (“uppleva”) + -οκ (“konkret substantiv av verb”)

Substantiv

βειλυνοκα(βειλυνοκα)

  1. TV

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv βειλυνοκεν βειλυνοκειν βειλυνοκον βειλυνοκοιν βειλυνοκαν βειλυνοκαιν βειλυνοκυν βειλυνοκυιν βειλυνοκων
Ergativ βειλυνοκεϧ βειλυνοκειϧ βειλυνοκοϧ βειλυνοκοιϧ βειλυνοκαϧ βειλυνοκαιϧ βειλυνοκυϧ βειλυνοκυιϧ βειλυνοκωϧ
Dativ βειλυνοκεσ βειλυνοκεισ βειλυνοκοσ βειλυνοκοισ βειλυνοκασ βειλυνοκαισ βειλυνοκυσ βειλυνοκυισ βειλυνοκωσ
Lokativ βειλυνοκεμ βειλυνοκειμ βειλυνοκομ βειλυνοκοιμ βειλυνοκαμ βειλυνοκαιμ βειλυνοκυμ βειλυνοκυιμ βειλυνοκωμ
Ablativ βειλυνοκεϥ βειλυνοκειϥ βειλυνοκοϥ βειλυνοκοιϥ βειλυνοκαϥ βειλυνοκαιϥ βειλυνοκυϥ βειλυνοκυιϥ βειλυνοκωϥ
Instrumentalis βειλυνοκεφ βειλυνοκειφ βειλυνοκοφ βειλυνοκοιφ βειλυνοκαφ βειλυνοκαιφ βειλυνοκυφ βειλυνοκυιφ βειλυνοκωφ
Abessiv βειλυνοκεθ βειλυνοκειθ βειλυνοκοθ βειλυνοκοιθ βειλυνοκαθ βειλυνοκαιθ βειλυνοκυθ βειλυνοκυιθ βειλυνοκωθ
Essiv formal βειλυνοκεγ βειλυνοκειγ βειλυνοκογ βειλυνοκοιγ βειλυνοκαγ βειλυνοκαιγ βειλυνοκυγ βειλυνοκυιγ βειλυνοκωγ
Kausativ βειλυνοκελ βειλυνοκειλ βειλυνοκολ βειλυνοκοιλ βειλυνοκαλ βειλυνοκαιλ βειλυνοκυλ βειλυνοκυιλ βειλυνοκωλ
Substantivkasus
Genitiv βειλυνοκεβ βειλυνοκειβ βειλυνοκοβ βειλυνοκοιβ βειλυνοκαβ βειλυνοκαιβ βειλυνοκυβ βειλυνοκυιβ βειλυνοκωβ
Essiv-modal βειλυνοκεχ βειλυνοκειχ βειλυνοκοχ βειλυνοκοιχ βειλυνοκαχ βειλυνοκαιχ βειλυνοκυχ βειλυνοκυιχ ωχ
Komitativ βειλυνοκερ βειλυνοκειρ βειλυνοκορ βειλυνοκοιρ βειλυνοκαρ βειλυνοκαιρ βειλυνοκυρ βειλυνοκυιρ βειλυνοκωρ
Kasuslös form
βειλυνοκε βειλυνοκει βειλυνοκο βειλυνοκοι βειλυνοκα βειλυνοκαι βειλυνοκυ βειλυνοκυι βειλυνοκω