έρἱτεκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

έ(δ)- (“betoningsprefix”) ρἱτεκ (“arbetare”)

Substantiv

έρἱτεκα(έρἱτεκα)

  1. proffs

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv έρἱτεκεν έρἱτεκειν έρἱτεκον έρἱτεκοιν έρἱτεκαν έρἱτεκαιν έρἱτεκυν έρἱτεκυιν έρἱτεκων
Ergativ έρἱτεκεϧ έρἱτεκειϧ έρἱτεκοϧ έρἱτεκοιϧ έρἱτεκαϧ έρἱτεκαιϧ έρἱτεκυϧ έρἱτεκυιϧ έρἱτεκωϧ
Dativ έρἱτεκεσ έρἱτεκεισ έρἱτεκοσ έρἱτεκοισ έρἱτεκασ έρἱτεκαισ έρἱτεκυσ έρἱτεκυισ έρἱτεκωσ
Lokativ έρἱτεκεμ έρἱτεκειμ έρἱτεκομ έρἱτεκοιμ έρἱτεκαμ έρἱτεκαιμ έρἱτεκυμ έρἱτεκυιμ έρἱτεκωμ
Ablativ έρἱτεκεϥ έρἱτεκειϥ έρἱτεκοϥ έρἱτεκοιϥ έρἱτεκαϥ έρἱτεκαιϥ έρἱτεκυϥ έρἱτεκυιϥ έρἱτεκωϥ
Instrumentalis έρἱτεκεφ έρἱτεκειφ έρἱτεκοφ έρἱτεκοιφ έρἱτεκαφ έρἱτεκαιφ έρἱτεκυφ έρἱτεκυιφ έρἱτεκωφ
Abessiv έρἱτεκεθ έρἱτεκειθ έρἱτεκοθ έρἱτεκοιθ έρἱτεκαθ έρἱτεκαιθ έρἱτεκυθ έρἱτεκυιθ έρἱτεκωθ
Essiv formal έρἱτεκεγ έρἱτεκειγ έρἱτεκογ έρἱτεκοιγ έρἱτεκαγ έρἱτεκαιγ έρἱτεκυγ έρἱτεκυιγ έρἱτεκωγ
Kausativ έρἱτεκελ έρἱτεκειλ έρἱτεκολ έρἱτεκοιλ έρἱτεκαλ έρἱτεκαιλ έρἱτεκυλ έρἱτεκυιλ έρἱτεκωλ
Substantivkasus
Genitiv έρἱτεκεβ έρἱτεκειβ έρἱτεκοβ έρἱτεκοιβ έρἱτεκαβ έρἱτεκαιβ έρἱτεκυβ έρἱτεκυιβ έρἱτεκωβ
Essiv-modal έρἱτεκεχ έρἱτεκειχ έρἱτεκοχ έρἱτεκοιχ έρἱτεκαχ έρἱτεκαιχ έρἱτεκυχ έρἱτεκυιχ ωχ
Komitativ έρἱτεκερ έρἱτεκειρ έρἱτεκορ έρἱτεκοιρ έρἱτεκαρ έρἱτεκαιρ έρἱτεκυρ έρἱτεκυιρ έρἱτεκωρ
Kasuslös form
έρἱτεκε έρἱτεκει έρἱτεκο έρἱτεκοι έρἱτεκα έρἱτεκαι έρἱτεκυ έρἱτεκυι έρἱτεκω