έπερκοκα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

έ(δ)- (“betoningsprefix”) + περκαϛ (“tom”) + -oκ (“konkret substantiv av verb”)

Substantiv

έπερκοκα(έπερκοκα)

  1. vakuum

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv έπερκοκεν έπερκοκειν έπερκοκον έπερκοκοιν έπερκοκαν έπερκοκαιν έπερκοκυν έπερκοκυιν έπερκοκων
Ergativ έπερκοκεϧ έπερκοκειϧ έπερκοκοϧ έπερκοκοιϧ έπερκοκαϧ έπερκοκαιϧ έπερκοκυϧ έπερκοκυιϧ έπερκοκωϧ
Dativ έπερκοκεσ έπερκοκεισ έπερκοκοσ έπερκοκοισ έπερκοκασ έπερκοκαισ έπερκοκυσ έπερκοκυισ έπερκοκωσ
Lokativ έπερκοκεμ έπερκοκειμ έπερκοκομ έπερκοκοιμ έπερκοκαμ έπερκοκαιμ έπερκοκυμ έπερκοκυιμ έπερκοκωμ
Ablativ έπερκοκεϥ έπερκοκειϥ έπερκοκοϥ έπερκοκοιϥ έπερκοκαϥ έπερκοκαιϥ έπερκοκυϥ έπερκοκυιϥ έπερκοκωϥ
Instrumentalis έπερκοκεφ έπερκοκειφ έπερκοκοφ έπερκοκοιφ έπερκοκαφ έπερκοκαιφ έπερκοκυφ έπερκοκυιφ έπερκοκωφ
Abessiv έπερκοκεθ έπερκοκειθ έπερκοκοθ έπερκοκοιθ έπερκοκαθ έπερκοκαιθ έπερκοκυθ έπερκοκυιθ έπερκοκωθ
Essiv formal έπερκοκεγ έπερκοκειγ έπερκοκογ έπερκοκοιγ έπερκοκαγ έπερκοκαιγ έπερκοκυγ έπερκοκυιγ έπερκοκωγ
Kausativ έπερκοκελ έπερκοκειλ έπερκοκολ έπερκοκοιλ έπερκοκαλ έπερκοκαιλ έπερκοκυλ έπερκοκυιλ έπερκοκωλ
Substantivkasus
Genitiv έπερκοκεβ έπερκοκειβ έπερκοκοβ έπερκοκοιβ έπερκοκαβ έπερκοκαιβ έπερκοκυβ έπερκοκυιβ έπερκοκωβ
Essiv-modal έπερκοκεχ έπερκοκειχ έπερκοκοχ έπερκοκοιχ έπερκοκαχ έπερκοκαιχ έπερκοκυχ έπερκοκυιχ ωχ
Komitativ έπερκοκερ έπερκοκειρ έπερκοκορ έπερκοκοιρ έπερκοκαρ έπερκοκαιρ έπερκοκυρ έπερκοκυιρ έπερκοκωρ
Kasuslös form
έπερκοκε έπερκοκει έπερκοκο έπερκοκοι έπερκοκα έπερκοκαι έπερκοκυ έπερκοκυι έπερκοκω