ένιγα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

έ(δ)- (“betoning”) + νιγα (“våg”)

Substantiv

ένιγα(ένιγα)

  1. tsunami

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ένιγεν ένιγειν ένιγον ένιγοιν ένιγαν ένιγαιν ένιγυν ένιγυιν ένιγων
Ergativ ένιγεϧ ένιγειϧ ένιγοϧ ένιγοιϧ ένιγαϧ ένιγαιϧ ένιγυϧ ένιγυιϧ ένιγωϧ
Dativ ένιγεσ ένιγεισ ένιγοσ ένιγοισ ένιγασ ένιγαισ ένιγυσ ένιγυισ ένιγωσ
Lokativ ένιγεμ ένιγειμ ένιγομ ένιγοιμ ένιγαμ ένιγαιμ ένιγυμ ένιγυιμ ένιγωμ
Ablativ ένιγεϥ ένιγειϥ ένιγοϥ ένιγοιϥ ένιγαϥ ένιγαιϥ ένιγυϥ ένιγυιϥ ένιγωϥ
Instrumentalis ένιγεφ ένιγειφ ένιγοφ ένιγοιφ ένιγαφ ένιγαιφ ένιγυφ ένιγυιφ ένιγωφ
Abessiv ένιγεθ ένιγειθ ένιγοθ ένιγοιθ ένιγαθ ένιγαιθ ένιγυθ ένιγυιθ ένιγωθ
Essiv formal ένιγεγ ένιγειγ ένιγογ ένιγοιγ ένιγαγ ένιγαιγ ένιγυγ ένιγυιγ ένιγωγ
Kausativ ένιγελ ένιγειλ ένιγολ ένιγοιλ ένιγαλ ένιγαιλ ένιγυλ ένιγυιλ ένιγωλ
Substantivkasus
Genitiv ένιγεβ ένιγειβ ένιγοβ ένιγοιβ ένιγαβ ένιγαιβ ένιγυβ ένιγυιβ ένιγωβ
Essiv-modal ένιγεχ ένιγειχ ένιγοχ ένιγοιχ ένιγαχ ένιγαιχ ένιγυχ ένιγυιχ ωχ
Komitativ ένιγερ ένιγειρ ένιγορ ένιγοιρ ένιγαρ ένιγαιρ ένιγυρ ένιγυιρ ένιγωρ
Kasuslös form
ένιγε ένιγει ένιγο ένιγοι ένιγα ένιγαι ένιγυ ένιγυι ένιγω