Βειλωαλωσαγικο

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Från βειλωαλα + σαγικα i bestämd form

Substantiv

Βειλωαλωσαγικο(Βειλωαλωσαγικο)

  1. Minecraft

Deklination

Inflektion
Verbkasus Substantivkasus
Kasuslös form Absolutiv Ergativ Dativ Lokativ Ablativ Instrumentalis Abessiv Essiv formal Kausativ Genitiv Essiv-modal Komitativ
Βειλωαλωσαγικο νὰ Βειλωαλωσαγικο ϧὰ Βειλωαλωσαγικο σὰ Βειλωαλωσαγικο μὰ Βειλωαλωσαγικο ϥὰ Βειλωαλωσαγικο φὰ Βειλωαλωσαγικο θὰ Βειλωαλωσαγικο γὰ Βειλωαλωσαγικο λὰ Βειλωαλωσαγικο βὰ Βειλωαλωσαγικο χὰ Βειλωαλωσαγικο ρὰ Βειλωαλωσαγικο