βρινδωϣακσακα

Från Gonjo wiktionary
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

βρινδα (“gräs”) + ϣακσαω (“klippa”) + -ω- (“”) -ακ (“utförande objekt”)

Substantiv

βρινδωϣακσακα(βρινδωϣακσακα)

  1. gräsklippare

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv βρινδωϣακσακεν βρινδωϣακσακειν βρινδωϣακσακον βρινδωϣακσακοιν βρινδωϣακσακαν βρινδωϣακσακαιν βρινδωϣακσακυν βρινδωϣακσακυιν βρινδωϣακσακων
Ergativ βρινδωϣακσακεϧ βρινδωϣακσακειϧ βρινδωϣακσακοϧ βρινδωϣακσακοιϧ βρινδωϣακσακαϧ βρινδωϣακσακαιϧ βρινδωϣακσακυϧ βρινδωϣακσακυιϧ βρινδωϣακσακωϧ
Dativ βρινδωϣακσακεσ βρινδωϣακσακεισ βρινδωϣακσακοσ βρινδωϣακσακοισ βρινδωϣακσακασ βρινδωϣακσακαισ βρινδωϣακσακυσ βρινδωϣακσακυισ βρινδωϣακσακωσ
Lokativ βρινδωϣακσακεμ βρινδωϣακσακειμ βρινδωϣακσακομ βρινδωϣακσακοιμ βρινδωϣακσακαμ βρινδωϣακσακαιμ βρινδωϣακσακυμ βρινδωϣακσακυιμ βρινδωϣακσακωμ
Ablativ βρινδωϣακσακεϥ βρινδωϣακσακειϥ βρινδωϣακσακοϥ βρινδωϣακσακοιϥ βρινδωϣακσακαϥ βρινδωϣακσακαιϥ βρινδωϣακσακυϥ βρινδωϣακσακυιϥ βρινδωϣακσακωϥ
Instrumentalis βρινδωϣακσακεφ βρινδωϣακσακειφ βρινδωϣακσακοφ βρινδωϣακσακοιφ βρινδωϣακσακαφ βρινδωϣακσακαιφ βρινδωϣακσακυφ βρινδωϣακσακυιφ βρινδωϣακσακωφ
Abessiv βρινδωϣακσακεθ βρινδωϣακσακειθ βρινδωϣακσακοθ βρινδωϣακσακοιθ βρινδωϣακσακαθ βρινδωϣακσακαιθ βρινδωϣακσακυθ βρινδωϣακσακυιθ βρινδωϣακσακωθ
Essiv formal βρινδωϣακσακεγ βρινδωϣακσακειγ βρινδωϣακσακογ βρινδωϣακσακοιγ βρινδωϣακσακαγ βρινδωϣακσακαιγ βρινδωϣακσακυγ βρινδωϣακσακυιγ βρινδωϣακσακωγ
Kausativ βρινδωϣακσακελ βρινδωϣακσακειλ βρινδωϣακσακολ βρινδωϣακσακοιλ βρινδωϣακσακαλ βρινδωϣακσακαιλ βρινδωϣακσακυλ βρινδωϣακσακυιλ βρινδωϣακσακωλ
Substantivkasus
Genitiv βρινδωϣακσακεβ βρινδωϣακσακειβ βρινδωϣακσακοβ βρινδωϣακσακοιβ βρινδωϣακσακαβ βρινδωϣακσακαιβ βρινδωϣακσακυβ βρινδωϣακσακυιβ βρινδωϣακσακωβ
Essiv-modal βρινδωϣακσακεχ βρινδωϣακσακειχ βρινδωϣακσακοχ βρινδωϣακσακοιχ βρινδωϣακσακαχ βρινδωϣακσακαιχ βρινδωϣακσακυχ βρινδωϣακσακυιχ ωχ
Komitativ βρινδωϣακσακερ βρινδωϣακσακειρ βρινδωϣακσακορ βρινδωϣακσακοιρ βρινδωϣακσακαρ βρινδωϣακσακαιρ βρινδωϣακσακυρ βρινδωϣακσακυιρ βρινδωϣακσακωρ
Kasuslös form
βρινδωϣακσακε βρινδωϣακσακει βρινδωϣακσακο βρινδωϣακσακοι βρινδωϣακσακα βρινδωϣακσακαι βρινδωϣακσακυ βρινδωϣακσακυι βρινδωϣακσακω