λοωνικα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 2 augusti 2023 kl. 20.10 av Niklas (diskussion | bidrag) (Skapade sidan med '===Etymologi=== {{h|λοωναϛ|ensam}} + {{suffix|-ικ|abstrakt substantiv av verb}} ===Substantiv=== {{head-subst}} # ensamhet, isolering ====Deklination==== {{subst-dekl|λοωνικ}}')
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

λοωναϛ (“ensam”) + -ικ (“abstrakt substantiv av verb”)

Substantiv

λοωνικα(λοωνικα)

  1. ensamhet, isolering

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv λοωνικεν λοωνικειν λοωνικον λοωνικοιν λοωνικαν λοωνικαιν λοωνικυν λοωνικυιν λοωνικων
Ergativ λοωνικεϧ λοωνικειϧ λοωνικοϧ λοωνικοιϧ λοωνικαϧ λοωνικαιϧ λοωνικυϧ λοωνικυιϧ λοωνικωϧ
Dativ λοωνικεσ λοωνικεισ λοωνικοσ λοωνικοισ λοωνικασ λοωνικαισ λοωνικυσ λοωνικυισ λοωνικωσ
Lokativ λοωνικεμ λοωνικειμ λοωνικομ λοωνικοιμ λοωνικαμ λοωνικαιμ λοωνικυμ λοωνικυιμ λοωνικωμ
Ablativ λοωνικεϥ λοωνικειϥ λοωνικοϥ λοωνικοιϥ λοωνικαϥ λοωνικαιϥ λοωνικυϥ λοωνικυιϥ λοωνικωϥ
Instrumentalis λοωνικεφ λοωνικειφ λοωνικοφ λοωνικοιφ λοωνικαφ λοωνικαιφ λοωνικυφ λοωνικυιφ λοωνικωφ
Abessiv λοωνικεθ λοωνικειθ λοωνικοθ λοωνικοιθ λοωνικαθ λοωνικαιθ λοωνικυθ λοωνικυιθ λοωνικωθ
Essiv formal λοωνικεγ λοωνικειγ λοωνικογ λοωνικοιγ λοωνικαγ λοωνικαιγ λοωνικυγ λοωνικυιγ λοωνικωγ
Kausativ λοωνικελ λοωνικειλ λοωνικολ λοωνικοιλ λοωνικαλ λοωνικαιλ λοωνικυλ λοωνικυιλ λοωνικωλ
Substantivkasus
Genitiv λοωνικεβ λοωνικειβ λοωνικοβ λοωνικοιβ λοωνικαβ λοωνικαιβ λοωνικυβ λοωνικυιβ λοωνικωβ
Essiv-modal λοωνικεχ λοωνικειχ λοωνικοχ λοωνικοιχ λοωνικαχ λοωνικαιχ λοωνικυχ λοωνικυιχ ωχ
Komitativ λοωνικερ λοωνικειρ λοωνικορ λοωνικοιρ λοωνικαρ λοωνικαιρ λοωνικυρ λοωνικυιρ λοωνικωρ
Kasuslös form
λοωνικε λοωνικει λοωνικο λοωνικοι λοωνικα λοωνικαι λοωνικυ λοωνικυι λοωνικω