σινοκα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 31 juli 2023 kl. 23.52 av Niklas (diskussion | bidrag) (→‎Deklination)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

σινοκα(σινοκα)

  1. destination, mål

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv σινοκεν σινοκειν σινοκον σινοκοιν σινοκαν σινοκαιν σινοκυν σινοκυιν σινοκων
Ergativ σινοκεϧ σινοκειϧ σινοκοϧ σινοκοιϧ σινοκαϧ σινοκαιϧ σινοκυϧ σινοκυιϧ σινοκωϧ
Dativ σινοκεσ σινοκεισ σινοκοσ σινοκοισ σινοκασ σινοκαισ σινοκυσ σινοκυισ σινοκωσ
Lokativ σινοκεμ σινοκειμ σινοκομ σινοκοιμ σινοκαμ σινοκαιμ σινοκυμ σινοκυιμ σινοκωμ
Ablativ σινοκεϥ σινοκειϥ σινοκοϥ σινοκοιϥ σινοκαϥ σινοκαιϥ σινοκυϥ σινοκυιϥ σινοκωϥ
Instrumentalis σινοκεφ σινοκειφ σινοκοφ σινοκοιφ σινοκαφ σινοκαιφ σινοκυφ σινοκυιφ σινοκωφ
Abessiv σινοκεθ σινοκειθ σινοκοθ σινοκοιθ σινοκαθ σινοκαιθ σινοκυθ σινοκυιθ σινοκωθ
Essiv formal σινοκεγ σινοκειγ σινοκογ σινοκοιγ σινοκαγ σινοκαιγ σινοκυγ σινοκυιγ σινοκωγ
Kausativ σινοκελ σινοκειλ σινοκολ σινοκοιλ σινοκαλ σινοκαιλ σινοκυλ σινοκυιλ σινοκωλ
Substantivkasus
Genitiv σινοκεβ σινοκειβ σινοκοβ σινοκοιβ σινοκαβ σινοκαιβ σινοκυβ σινοκυιβ σινοκωβ
Essiv-modal σινοκεχ σινοκειχ σινοκοχ σινοκοιχ σινοκαχ σινοκαιχ σινοκυχ σινοκυιχ ωχ
Komitativ σινοκερ σινοκειρ σινοκορ σινοκοιρ σινοκαρ σινοκαιρ σινοκυρ σινοκυιρ σινοκωρ
Kasuslös form
σινοκε σινοκει σινοκο σινοκοι σινοκα σινοκαι σινοκυ σινοκυι σινοκω