πἁρωπακα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 5 november 2022 kl. 14.35 av Niklas (diskussion | bidrag) (added Category:go:Bär using HotCat)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

πἁραϛ (“blå”) + -ω- (“”) + πακα (“bär”)

Substantiv

πἁρωπακα(πἁρωπακα)

  1. blåbär
  2. blåmärke

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv πἁρωπακεν πἁρωπακειν πἁρωπακον πἁρωπακοιν πἁρωπακαν πἁρωπακαιν πἁρωπακυν πἁρωπακυιν πἁρωπακων
Ergativ πἁρωπακεϧ πἁρωπακειϧ πἁρωπακοϧ πἁρωπακοιϧ πἁρωπακαϧ πἁρωπακαιϧ πἁρωπακυϧ πἁρωπακυιϧ πἁρωπακωϧ
Dativ πἁρωπακεσ πἁρωπακεισ πἁρωπακοσ πἁρωπακοισ πἁρωπακασ πἁρωπακαισ πἁρωπακυσ πἁρωπακυισ πἁρωπακωσ
Lokativ πἁρωπακεμ πἁρωπακειμ πἁρωπακομ πἁρωπακοιμ πἁρωπακαμ πἁρωπακαιμ πἁρωπακυμ πἁρωπακυιμ πἁρωπακωμ
Ablativ πἁρωπακεϥ πἁρωπακειϥ πἁρωπακοϥ πἁρωπακοιϥ πἁρωπακαϥ πἁρωπακαιϥ πἁρωπακυϥ πἁρωπακυιϥ πἁρωπακωϥ
Instrumentalis πἁρωπακεφ πἁρωπακειφ πἁρωπακοφ πἁρωπακοιφ πἁρωπακαφ πἁρωπακαιφ πἁρωπακυφ πἁρωπακυιφ πἁρωπακωφ
Abessiv πἁρωπακεθ πἁρωπακειθ πἁρωπακοθ πἁρωπακοιθ πἁρωπακαθ πἁρωπακαιθ πἁρωπακυθ πἁρωπακυιθ πἁρωπακωθ
Essiv formal πἁρωπακεγ πἁρωπακειγ πἁρωπακογ πἁρωπακοιγ πἁρωπακαγ πἁρωπακαιγ πἁρωπακυγ πἁρωπακυιγ πἁρωπακωγ
Kausativ πἁρωπακελ πἁρωπακειλ πἁρωπακολ πἁρωπακοιλ πἁρωπακαλ πἁρωπακαιλ πἁρωπακυλ πἁρωπακυιλ πἁρωπακωλ
Substantivkasus
Genitiv πἁρωπακεβ πἁρωπακειβ πἁρωπακοβ πἁρωπακοιβ πἁρωπακαβ πἁρωπακαιβ πἁρωπακυβ πἁρωπακυιβ πἁρωπακωβ
Essiv-modal πἁρωπακεχ πἁρωπακειχ πἁρωπακοχ πἁρωπακοιχ πἁρωπακαχ πἁρωπακαιχ πἁρωπακυχ πἁρωπακυιχ ωχ
Komitativ πἁρωπακερ πἁρωπακειρ πἁρωπακορ πἁρωπακοιρ πἁρωπακαρ πἁρωπακαιρ πἁρωπακυρ πἁρωπακυιρ πἁρωπακωρ
Kasuslös form
πἁρωπακε πἁρωπακει πἁρωπακο πἁρωπακοι πἁρωπακα πἁρωπακαι πἁρωπακυ πἁρωπακυι πἁρωπακω