εκσπλοδαω

Från Gonjo wiktionary
Version från den 18 augusti 2022 kl. 00.27 av Simon (diskussion | bidrag)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

Lånat från latin explodo (kasta iväg)

Verb

εκσπλοδαω(εκσπλοδαω)

  1. att spränga, att explodera (om använd i passiv form, ie. ων εκσπλοδο - den exploderar)

Konjugering

Gnomisk presens Presens realis Preteritum Futurum Infinitiv
Indikativ εκσπλοδὸ εκσπλοδὰι εκσπλοδὰ εκσπλοδὶ εκσπλοδαω
Subjunktiv εκσπλοδὲ εκσπλοδεηὰι εκσπλοδεηὰ εκσπλοδὲι εκσπλοδεω
Optativ εκσπλοδειλὸ εκσπλοδειλὰι εκσπλοδειλὰ εκσπλοδειλὶ εκσπλοδειλαω
Jussiv εκσπλοδοχὸ εκσπλοδοχὰι εκσπλοδοχὰ εκσπλοδοχὶ εκσπλοδοχαω
Potentialis εκσπλοδαγὸ εκσπλοδαγὰι εκσπλοδαγὰ εκσπλοδαγὶ εκσπλοδαγαω
Dubitativ εκσπλοδωπὸ εκσπλοδωπὰι εκσπλοδωπὰ εκσπλοδωπὶ εκσπλοδωπαω
Permissiv εκσπλοδιαωὸ εκσπλοδιαωὰι εκσπλοδιαωὰ εκσπλοδιαωὶ εκσπλοδιαωαω
Permissiv (extern) εκσπλοδωμὸ εκσπλοδωμὰι εκσπλοδωμὰ εκσπλοδωμὶ εκσπλοδωμαω
Admirativ εκσπλοδωκερὸ εκσπλοδωκερὰι εκσπλοδωκερὰ εκσπλοδωκερὶ εκσπλοδωκεραω
Imperativ εκσπλοδὺ εκσπλοδὺ εκσπλοδὺι