μἑρικα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 30 mars 2022 kl. 18.50 av Simon (diskussion | bidrag)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

μἱραϛ (“fredlig”) + -ικ (“abstrakt substantiv av verb”)

Substantiv

μἑρικα(μἑρικα)

  1. fred
  2. tystnad

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv μἱρικεν μἱρικειν μἱρικον μἱρικοιν μἱρικαν μἱρικαιν μἱρικυν μἱρικυιν μἱρικων
Ergativ μἱρικεϧ μἱρικειϧ μἱρικοϧ μἱρικοιϧ μἱρικαϧ μἱρικαιϧ μἱρικυϧ μἱρικυιϧ μἱρικωϧ
Dativ μἱρικεσ μἱρικεισ μἱρικοσ μἱρικοισ μἱρικασ μἱρικαισ μἱρικυσ μἱρικυισ μἱρικωσ
Lokativ μἱρικεμ μἱρικειμ μἱρικομ μἱρικοιμ μἱρικαμ μἱρικαιμ μἱρικυμ μἱρικυιμ μἱρικωμ
Ablativ μἱρικεϥ μἱρικειϥ μἱρικοϥ μἱρικοιϥ μἱρικαϥ μἱρικαιϥ μἱρικυϥ μἱρικυιϥ μἱρικωϥ
Instrumentalis μἱρικεφ μἱρικειφ μἱρικοφ μἱρικοιφ μἱρικαφ μἱρικαιφ μἱρικυφ μἱρικυιφ μἱρικωφ
Abessiv μἱρικεθ μἱρικειθ μἱρικοθ μἱρικοιθ μἱρικαθ μἱρικαιθ μἱρικυθ μἱρικυιθ μἱρικωθ
Essiv formal μἱρικεγ μἱρικειγ μἱρικογ μἱρικοιγ μἱρικαγ μἱρικαιγ μἱρικυγ μἱρικυιγ μἱρικωγ
Kausativ μἱρικελ μἱρικειλ μἱρικολ μἱρικοιλ μἱρικαλ μἱρικαιλ μἱρικυλ μἱρικυιλ μἱρικωλ
Substantivkasus
Genitiv μἱρικεβ μἱρικειβ μἱρικοβ μἱρικοιβ μἱρικαβ μἱρικαιβ μἱρικυβ μἱρικυιβ μἱρικωβ
Essiv-modal μἱρικεχ μἱρικειχ μἱρικοχ μἱρικοιχ μἱρικαχ μἱρικαιχ μἱρικυχ μἱρικυιχ ωχ
Komitativ μἱρικερ μἱρικειρ μἱρικορ μἱρικοιρ μἱρικαρ μἱρικαιρ μἱρικυρ μἱρικυιρ μἱρικωρ
Kasuslös form
μἱρικε μἱρικει μἱρικο μἱρικοι μἱρικα μἱρικαι μἱρικυ μἱρικυι μἱρικω