λιονρικα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 17 augusti 2021 kl. 22.46 av Niklas (diskussion | bidrag)
(skillnad) ← Äldre version | Nuvarande version (skillnad) | Nyare version → (skillnad)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Substantiv

λιονρικα(λιονρικα)

  1. vinter

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv λιονρικεν λιονρικειν λιονρικον λιονρικοιν λιονρικαν λιονρικαιν λιονρικυν λιονρικυιν λιονρικων
Ergativ λιονρικεϧ λιονρικειϧ λιονρικοϧ λιονρικοιϧ λιονρικαϧ λιονρικαιϧ λιονρικυϧ λιονρικυιϧ λιονρικωϧ
Dativ λιονρικεσ λιονρικεισ λιονρικοσ λιονρικοισ λιονρικασ λιονρικαισ λιονρικυσ λιονρικυισ λιονρικωσ
Lokativ λιονρικεμ λιονρικειμ λιονρικομ λιονρικοιμ λιονρικαμ λιονρικαιμ λιονρικυμ λιονρικυιμ λιονρικωμ
Ablativ λιονρικεϥ λιονρικειϥ λιονρικοϥ λιονρικοιϥ λιονρικαϥ λιονρικαιϥ λιονρικυϥ λιονρικυιϥ λιονρικωϥ
Instrumentalis λιονρικεφ λιονρικειφ λιονρικοφ λιονρικοιφ λιονρικαφ λιονρικαιφ λιονρικυφ λιονρικυιφ λιονρικωφ
Abessiv λιονρικεθ λιονρικειθ λιονρικοθ λιονρικοιθ λιονρικαθ λιονρικαιθ λιονρικυθ λιονρικυιθ λιονρικωθ
Essiv formal λιονρικεγ λιονρικειγ λιονρικογ λιονρικοιγ λιονρικαγ λιονρικαιγ λιονρικυγ λιονρικυιγ λιονρικωγ
Kausativ λιονρικελ λιονρικειλ λιονρικολ λιονρικοιλ λιονρικαλ λιονρικαιλ λιονρικυλ λιονρικυιλ λιονρικωλ
Substantivkasus
Genitiv λιονρικεβ λιονρικειβ λιονρικοβ λιονρικοιβ λιονρικαβ λιονρικαιβ λιονρικυβ λιονρικυιβ λιονρικωβ
Essiv-modal λιονρικεχ λιονρικειχ λιονρικοχ λιονρικοιχ λιονρικαχ λιονρικαιχ λιονρικυχ λιονρικυιχ ωχ
Komitativ λιονρικερ λιονρικειρ λιονρικορ λιονρικοιρ λιονρικαρ λιονρικαιρ λιονρικυρ λιονρικυιρ λιονρικωρ
Kasuslös form
λιονρικε λιονρικει λιονρικο λιονρικοι λιονρικα λιονρικαι λιονρικυ λιονρικυι λιονρικω

Se även

Årstider (ϲιβϧαι)
φὑχϣα (“vår”) φοφιεμα (“sommar”) σδἁβα (“höst”) λιονρικα (“vinter”)