ϣυθονσεκα

Från Gonjo wiktionary
Version från den 18 juli 2021 kl. 17.11 av Simon (diskussion | bidrag) (Simon flyttade sidan ϣυηονσεκα till ϣυθονσεκα utan att lämna en omdirigering)
Hoppa till navigering Hoppa till sök

Etymologi

ϣω(θ)- (“motsats till”) + ονσεκα (“lagföljare”)

Substantiv

ϣυθονσεκα(ϣυθονσεκα)

  1. brottsling

Deklination

Inflektion
Obest. Obest. p. Best. Best. pl. Gnom Gnom p Neg Neg p Int.
Verbkasus
Absolutiv ϣυθονσεκεν ϣυθονσεκειν ϣυθονσεκον ϣυθονσεκοιν ϣυθονσεκαν ϣυθονσεκαιν ϣυθονσεκυν ϣυθονσεκυιν ϣυθονσεκων
Ergativ ϣυθονσεκεϧ ϣυθονσεκειϧ ϣυθονσεκοϧ ϣυθονσεκοιϧ ϣυθονσεκαϧ ϣυθονσεκαιϧ ϣυθονσεκυϧ ϣυθονσεκυιϧ ϣυθονσεκωϧ
Dativ ϣυθονσεκεσ ϣυθονσεκεισ ϣυθονσεκοσ ϣυθονσεκοισ ϣυθονσεκασ ϣυθονσεκαισ ϣυθονσεκυσ ϣυθονσεκυισ ϣυθονσεκωσ
Lokativ ϣυθονσεκεμ ϣυθονσεκειμ ϣυθονσεκομ ϣυθονσεκοιμ ϣυθονσεκαμ ϣυθονσεκαιμ ϣυθονσεκυμ ϣυθονσεκυιμ ϣυθονσεκωμ
Ablativ ϣυθονσεκεϥ ϣυθονσεκειϥ ϣυθονσεκοϥ ϣυθονσεκοιϥ ϣυθονσεκαϥ ϣυθονσεκαιϥ ϣυθονσεκυϥ ϣυθονσεκυιϥ ϣυθονσεκωϥ
Instrumentalis ϣυθονσεκεφ ϣυθονσεκειφ ϣυθονσεκοφ ϣυθονσεκοιφ ϣυθονσεκαφ ϣυθονσεκαιφ ϣυθονσεκυφ ϣυθονσεκυιφ ϣυθονσεκωφ
Abessiv ϣυθονσεκεθ ϣυθονσεκειθ ϣυθονσεκοθ ϣυθονσεκοιθ ϣυθονσεκαθ ϣυθονσεκαιθ ϣυθονσεκυθ ϣυθονσεκυιθ ϣυθονσεκωθ
Essiv formal ϣυθονσεκεγ ϣυθονσεκειγ ϣυθονσεκογ ϣυθονσεκοιγ ϣυθονσεκαγ ϣυθονσεκαιγ ϣυθονσεκυγ ϣυθονσεκυιγ ϣυθονσεκωγ
Kausativ ϣυθονσεκελ ϣυθονσεκειλ ϣυθονσεκολ ϣυθονσεκοιλ ϣυθονσεκαλ ϣυθονσεκαιλ ϣυθονσεκυλ ϣυθονσεκυιλ ϣυθονσεκωλ
Substantivkasus
Genitiv ϣυθονσεκεβ ϣυθονσεκειβ ϣυθονσεκοβ ϣυθονσεκοιβ ϣυθονσεκαβ ϣυθονσεκαιβ ϣυθονσεκυβ ϣυθονσεκυιβ ϣυθονσεκωβ
Essiv-modal ϣυθονσεκεχ ϣυθονσεκειχ ϣυθονσεκοχ ϣυθονσεκοιχ ϣυθονσεκαχ ϣυθονσεκαιχ ϣυθονσεκυχ ϣυθονσεκυιχ ωχ
Komitativ ϣυθονσεκερ ϣυθονσεκειρ ϣυθονσεκορ ϣυθονσεκοιρ ϣυθονσεκαρ ϣυθονσεκαιρ ϣυθονσεκυρ ϣυθονσεκυιρ ϣυθονσεκωρ
Kasuslös form
ϣυθονσεκε ϣυθονσεκει ϣυθονσεκο ϣυθονσεκοι ϣυθονσεκα ϣυθονσεκαι ϣυθονσεκυ ϣυθονσεκυι ϣυθονσεκω